Δύο σχετικά πρόσφατες εκδόσεις της Κίχλης αναμετρώνται με το φανταστικό και το ανοίκειο, καθεμιά από διαφορετική αφετηρία.
Στο «Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα», τρεις κορυφαίοι Ευρωπαίοι πεζογράφοι του 20ού αιώνα (Hofmannsthal, Mann, Schnitzler) υφαίνουν ιστορίες όπου το υπερφυσικό παρεισφρέει αθόρυβα στην καθημερινότητα, αφήνοντας τον αναγνώστη σε μια γόνιμη αβεβαιότητα.
Στο «Κάποιοι δεν πεθαίνουν ποτέ» της Dana Grigorcea, ο μύθος του Βλαντ Τσέπες και η σκιά του Δράκουλα συναντούν τη μετακομμουνιστική Ρουμανία, σε ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει θρίλερ, πολιτικό σχόλιο και υπαρξιακό στοχασμό.
Δύο βιβλία που δείχνουν πόσο ανεξάντλητη μπορεί να γίνει η λογοτεχνία όταν συνομιλεί με τα φαντάσματα της Ιστορίας και της φαντασίας.
***
Η λεπτή μεμβράνη ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο
Αλλόκοτες συναντήσεις με Φαντάσματα , Hugo von Hofmannsthal, Thomas Mann, Arthur Schnitzler, μτφρ.Αλέξανδρος Σινιόσογλου, Γιάννης Κοιλής, εκδ. Κίχλη, σελ.: 144
Υπάρχουν αφηγήσεις που επιχειρούν να τρομάξουν με κραυγές και θεάματα. Και υπάρχουν άλλες, πιο υπόγειες, που εισχωρούν αθόρυβα, σαν ψίθυρος στο αυτί και μένουν εκεί προκαλώντας μιαν αίσθηση αμηχανίας που δεν φεύγει. Ο τόμος «Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Σελίδα τη σελίδα, στήνει μπροστά μας σκηνές όπου η καθημερινότητα ραγίζει και μέσα από το ρήγμα περνούν φιγούρες που δεν ξέρεις αν είναι από τον κόσμο των ζωντανών ή αν ανήκουν σε κάποιαν άλλη, σκοτεινή επικράτεια.
Τρεις συγγραφείς, τρία διαφορετικά βλέμματα, συνθέτουν μιαν ενιαία ατμόσφαιρα. Η πένα του καθενός αγγίζει το υπερφυσικό με τον δικό της τρόπο: άλλοτε με τη λεπτότητα ενός ονείρου που δεν θέλεις να ξυπνήσεις, άλλοτε με την αιφνίδια εισβολή ενός εφιάλτη που σε πετάει από τον ύπνο. Οι ήρωες αυτών των ιστοριών δεν είναι τυπικοί «κυνηγοί φαντασμάτων»· συχνά δεν καταλαβαίνουν καν ότι έχουν περάσει το κατώφλι... Ένα βλέμμα στον καθρέφτη, μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο, μια θολή μορφή στην άκρη του δωματίου – και ξαφνικά η πραγματικότητα παύει να είναι αδιαμφισβήτητη.
Το δυνατό στοιχείο του τόμου είναι η οικονομία του λόγου. Καμία περιττή φλυαρία, καμία επίμονη εξήγηση. Οι συγγραφείς εμπιστεύονται την ικανότητα του αναγνώστη να αισθανθεί το ρίγος χωρίς να του πουν από πού προέρχεται. Αυτή η συγκράτηση κάνει το υπερφυσικό να μοιάζει ακόμη πιο πιθανό· δεν παρουσιάζεται ως θεατρικό εφέ, αλλά ως ένα ενδεχόμενο που καραδοκεί διαρκώς, δίπλα στις πιο ασήμαντες στιγμές της ζωής.
Τα φαντάσματα εδώ δεν είναι απαραίτητα εκδικητικά ή θορυβώδη. Είναι συχνά σιωπηλά, σχεδόν αδιάφορα, σαν να μην έχουν έρθει για εμάς, αλλά να βρέθηκαν κατά τύχη στον δρόμο μας. Αυτή η απουσία πρόθεσης τα κάνει ακόμη πιο ανησυχητικά. Γιατί τότε η ερώτηση δεν είναι «τι θέλουν από εμάς», αλλά «τι σημαίνει η ύπαρξή τους για εμάς».
Η έκδοση είναι προσεγμένη, η μετάφραση διατηρεί την ιδιοσυγκρασία του κάθε συγγραφέα και η συνολική εμπειρία ανάγνωσης μοιάζει με βραδινή βόλτα σε μιαν άδεια πόλη: όλα δείχνουν γνώριμα, αλλά τίποτα δεν είναι απολύτως ασφαλές. Ο αναγνώστης δεν συναντά απλώς εδώ το αλλόκοτο· καλείται να το κοιτάξει στα μάτια, γνωρίζοντας ότι μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτό κάτι δικό του.
Οι «Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα» είναι ένας μικρός τόμος που όμως αφήνει μεγάλο αποτύπωμα. Δεν υπόσχεται εύκολους τρόμους· προτείνει μια πιο λεπτή, σχεδόν υπαρξιακή αναμέτρηση με το άγνωστο. Και αυτό τον κάνει όχι μόνο μια απόλαυση για τους φίλους του είδους, αλλά και μια εμπειρία που αιχμαλωτίζει το μυαλό πολύ μετά την τελευταία σελίδα...
***
Το βάρος των θρύλων και το πάθος του παρόντος
Dana Grigorcea, Κάποιοι δεν πεθαίνουν ποτέ, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Κίχλη, σελ.320
Η Dana Grigorcea επιχειρεί κάτι σπάνιο: να αναστήσει τον μύθο της Τρανσυλβανίας όχι με τον δέος του gothic τρόμου, αλλά με τη λεπτότητα μιας ιστορίας που μεταμορφώνει το παρελθόν σε παρόν, το φάντασμα σε προσωπικό εφιάλτη. Πρωταγωνίστρια είναι μια νεαρή ζωγράφος που, μετά τις σπουδές της στο Παρίσι, επιστρέφει στα βουνά της Ρουμανίας. Εκεί, ανάμεσα στους θρύλους και στην εγκατάλειψη ενός τόπου που δεν ήξερε πώς να κληρονομήσει το μέλλον του, ανακαλύπτει ένα πτώμα στον τάφο του Βλαντ του Ανασκολοπιστή. Αυτό το στοιχειωμένο εύρημα πυροδοτεί μιαν αναμέτρηση ανάμεσα στο προσωπικό τραύμα και την ιστορία, μια μάχη όπου οι νεκροί, όπως μαρτυρά ο τίτλος, δεν πεθαίνουν ποτέ.
Η Grigorcea συνθέτει έναν κόσμο όπου δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η παραίσθηση. Η αίσθηση της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας που αναδύεται στο κείμενο είναι ζοφερή, αιρετική και ταυτόχρονα απρόσμενα γεμάτη ζωή: η εγκατάλειψη της υπαίθρου, οι σκιές μιας ολοκληρωτικής κληρονομιάς, η κερδοσκοπία των επιτήδειων, όλα αυτά συναντούν το άθικτο στοιχείο του μύθου, χωρίς όμως να τον γλυκάνουν ούτε για μια στιγμή.
Το έργο διεισδύει στο μέρος όπου η προσωπική ιστορία της αφηγήτριας συναντά τη συλλογική μνήμη. Δεν πρόκειται ούτε για μια απλή ιστορία τρόμου ούτε για καθαρή πολιτική αλληγορία· είναι κάτι ανάμεσα σ’ αυτά, κι εκεί ακριβώς βρίσκει τη δύναμή του. Η έρευνα για τον θρυλικό πρόγονο, τον αμείλικτου και στυγερό πρίγκιπα Βλαντ, γίνεται μια αναμέτρηση με τις δικές της σιωπές: με τα φαντάσματά της, με τη φαντασίωση, με τις εικόνες που ζωγραφίζει αλλά και αυτές που δεν τολμά να χρωματίσει.
Σαρκασμός και ευαισθησία συναντιούνται σε κάθε σελίδα. Η γραφή δεν αναλώνεται σε υπερβολές, αλλά κυριαρχείται από μιαν υποδόρια ένταση. Δεν αναζητά το φρικιαστικό με ευκολία, αλλά το ανακαλύπτει στις σκιές της καθημερινότητας.
Αυτό το πολιτικό μυθιστόρημα τρόμου διαμορφώνει έναν νέο αφηγηματικό τόπο: είναι θρίλερ, είναι αλληγορία, είναι αναστοχασμός πάνω στις ρίζες, τον θάνατο, τη δημιουργική φαντασία. Τοποθετεί τη Ρουμανία της παλιάς Ευρώπης στο σημείο της ιστορικής και μυθολογικής έκθεσης όπου αναγκάζεται να κοιτάξει ξανά τα φαντάσματά της υπό φως.
Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και ταυτόχρονα ανησυχητικό. Η Grigorcea προσφέρει μια διεισδυτική ματιά σε ένα παρόν που αρνείται να θάψει το παρελθόν κι ανοίγει τη συζήτηση για το πώς οι θρύλοι, τα τραύματα και οι επιθυμίες συνομιλούν σήμερα για να συνυπάρξουν αύριο.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας