Λίγο πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος από την κυκλοφορία τους, παρουσιάζουμε δυο ξεχωριστά βιβλία της πρόσφατης ελληνικής πεζογραφίας — το Πάντα η Αλεξάνδρεια του Δημήτρη Στεφανάκη και, το Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο του Βαγγέλη Σέρφα.
Δημήτρης Στεφανάκης – Πάντα η Αλεξάνδρεια (εκδ. Μεταίχμιο, σελ 232)
Ο κοσμοπολιτισμός ως μνήμη και πληγή
Ο Δημήτρης Στεφανάκης επιστρέφει με το Πάντα η Αλεξάνδρεια σε έναν τόπο που υπήρξε ψυχή της νεότερης ελληνικής και μεσογειακής ταυτότητας: την Αλεξάνδρεια. Η πόλη δεν είναι εδώ μόνο η γεωγραφία της, αλλά εκείνη η αίσθηση του κόσμου που την ζωντανεύει , ένα άρωμα από μπαχαρικά, ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων και γλωσσών.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, την περίοδο που το κύμα του νασερισμού και οι εθνικοποιήσεις στην Αίγυπτο σαρώνουν τον παλιό πολυεθνικό ιστό της πόλης. Η Δάφνη Χάραμη, κόρη του ευυπόληπτου και μορφωμένου Κώστα Χάραμη, βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα στην προσωπική απώλεια, μετά τον θάνατο του πατέρα της, και στην κατάρρευση μιας εποχής. Το οικογενειακό σπίτι, οι μνήμες, οι βιβλιοθήκες, οι δεσμοί που έμοιαζαν άφθαρτοι, απειλούνται.
Ο Στεφανάκης καταφέρνει να αποτυπώσει την Αλεξάνδρεια όχι ως τουριστικό εξωτικό τοπίο αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό που αναπνέει μέσα από τους ανθρώπους του. Οι δρόμοι, τα καφενεία, οι παλιές επαύλεις, τα γαλλικά και ιταλικά που αναμειγνύονται με τα ελληνικά και τα αραβικά, όλα γίνονται στοιχεία ενός παλίμψηστου που η Ιστορία σβήνει βίαια.
Η γραφή του, γνωστή για τη ροή και την κοσμοπολίτικη αίσθηση, ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και στην κριτική ματιά. Η νοσταλγία δεν είναι αφελής, γνωρίζει πως αυτός ο κόσμος που χάνεται είχε και τα προνόμιά του, και τους αποκλεισμούς του. Η κριτική του διάθεση έρχεται όχι για να ακυρώσει την αγάπη για τον παρελθόντα χρόνο, αλλά για να την προσγειώσει στην ιστορική της αλήθεια.
Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται η ερώτηση: πώς διασώζεται η ταυτότητα όταν καταρρέει το περιβάλλον που τη γέννησε; Η Δάφνη Χάραμη καλείται να σώσει ό,τι μπορεί από την οικογενειακή περιουσία και μνήμη, αλλά και να κατανοήσει με εσωτερική ένταση ότι ο τόπος που αγαπά μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει μόνο ως αφήγηση, ως μύθος.
Η Αλεξάνδρεια του Στεφανάκη συνομιλεί με την ποίηση του Καβάφη, με τα έργα του Στρατή Τσίρκα και με την ευρύτερη ελληνική λογοτεχνική παράδοση που την έχει καταστήσει σύμβολο κοσμοπολιτισμού. Όμως εδώ η πόλη δεν είναι σκηνικό για λογοτεχνικούς ήρωες είναι ηρωίδα η ίδια, με σάρκα και φωνή, που μιλά μέσα από τα στόματα των ανθρώπων της και τις σιωπές τους.
Το Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι, εν τέλει, ένα μυθιστόρημα για το πένθος: πένθος για τον πατέρα, για μια εποχή, για μια πόλη. Αλλά είναι και ένα μυθιστόρημα για την επιβίωση, για τη δύναμη της αφήγησης να κρατά ζωντανά όσα χάνονται. Διαβάζεται ως συνέχεια των Μερών Αλεξάνδρειας, αλλά στέκει και μόνο του ως αυτόνομο έργο, βαθιά ανθρώπινο και γεμάτο ιστορική συνείδηση.
Ο Δημήτρης Στεφανάκης εδώ δεν γράφει μόνο για την Αλεξάνδρεια γράφει για κάθε πόλη που υπήρξε κάποτε σταυροδρόμι πολιτισμών και τώρα ζει κυρίως στις μνήμες μας. Και, όπως υποδηλώνει ο τίτλος, η Αλεξάνδρεια, αυτή η ιδέα και αυτή η αίσθηση, θα είναι «πάντα» για όσους μπορούν να την ανακαλούν.
***
Βαγγέλης Σέρφας, «Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο», εκδ. Πατάκη, σελ.160
Ιστορίες από την παρυφή του κόσμου
Με τη συλλογή διηγημάτων Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο, ο Βαγγέλης Σέρφας συστήνεται δυναμικά στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, φέρνοντας μαζί του, τον κόσμο των περιθωρίων, των μικρών πατρίδων στις παρυφές της πόλης, εκεί όπου η ζωή δεν είναι γυαλισμένη, αλλά κουβαλά τη σκόνη, τον ιδρώτα και τις σιωπές της.
Τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής είναι πυκνά και κοφτά, αλλά η αίσθηση που αφήνουν είναι διαρκής. Η αφήγηση περιπλανιέται σε τόπους όπως η Ελευσίνα, ο Ασπρόπυργος, η Σαλαμίνα και το Μενίδι, μέρη που μοιάζουν ξεχασμένα από τον επίσημο χάρτη, αλλά εδώ γίνονται πρωταγωνιστές. Οι άνθρωποί τους δεν είναι ήρωες με σπουδαιοφανείς αλλά πρόσωπα που δίνουν μικρές καθημερινές μάχες, με πείσμα να μην εξαφανιστούν.
Ο Σέρφας παρατηρεί με βλέμμα που συνδυάζει τρυφερότητα και αμείλικτη ακρίβεια η ηλικιωμένη Λολό που κυκλοφορεί με μαχαίρι στη ζώνη, ο Αλέκος, δεκατριών χρονών, που ξέρει τα κόλπα των τζογαδόρων, γυναίκες και άντρες που δεν αφήνουν τη μνήμη τους να σβήσει, γιατί φοβούνται πως έτσι θα σβήσουν και οι ίδιοι. Είναι μορφές που θα μπορούσαν να είναι γείτονες ή μακρινοί συγγενείς, άνθρωποι που κουβαλούν την ιστορία τους όχι σαν βάρος αλλά σαν απόδειξη ότι υπήρξαν.
Η γραφή του Σέρφα είναι αδρή, κινηματογραφική, με εικόνες που καρφώνονται στο μυαλό: σκουριασμένα καράβια σε νεκροταφεία πλοίων, σκονισμένοι δρόμοι, παλιά μπιλιάρδα, κουβέντες που κόβονται στη μέση. Η γλώσσα διατηρεί την προφορικότητα, αλλά αποκτά ρυθμό σχεδόν ποιητικό, έτσι ώστε ο ρεαλισμός να μην είναι ωμός, αλλά να διαθέτει βάθος και μουσικότητα.
Στον πυρήνα αυτών των ιστοριών υπάρχει πάντα η ίδια αγωνία του πώς να κρατηθείς ζωντανός, όχι βιολογικά, αλλά υπαρξιακά, όταν όλα γύρω σου μοιάζουν να διαλύονται; Οι ήρωες του Σέρφα δεν είναι ανίκητοι, είναι όμως πεισματάρηδες. Η επιβίωση, στη δική τους εκδοχή, σημαίνει να θυμάσαι, να αφηγείσαι, να αφήνεις τις ιστορίες σου να «τρυπούν το ταβάνι και να δραπετεύουν».
Το Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο είναι, εν τέλει, μια συλλογή για τους αφανείς ανθρώπους και τόπους που αν και δεν βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθορίζουν σιωπηλά το πρόσωπο της πόλης και της χώρας. Ο Σέρφας κατορθώνει να δώσει φωνή σε αυτούς χωρίς εξωραϊσμούς και χωρίς μελοδραματισμούς, μόνο με την ειλικρίνεια που απαιτεί το να αφηγείσαι όσα οι άλλοι προσπερνούν.
Με αυτήν την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, ο Βαγγέλης Σέρφας δείχνει ότι γνωρίζει καλά πως η λογοτεχνία δεν χρειάζεται εντυπωσιακές πλοκές καθώς μπορεί να συγκινήσει με αυθεντικούς ανθρώπους και μια γλώσσα που να τους χωρά. Κι εδώ, και τα δύο υπάρχουν.