Η ανάγνωση ξεκίνησε από την Ελλάδα
Αν σκεφτούμε ποια στιγμή στην ιστορία ήταν εκείνη που άλλαξε οριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, δύσκολα θα βρούμε πιο καθοριστική από τη γέννηση της ανάγνωσης. Όχι της γραφής - η γραφή ήδη υπήρχε σε λαούς της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, των Χετταίων - αλλά της ανάγνωσης όπως την ξέρουμε ως πράξη κατά την οποία το βλέμμα ακολουθεί σημεία και τα μεταμορφώνει σε σκέψη, εσωτερική φωνή, διάλογο. Αυτή η πράξη βρήκε το λίκνο της στην Ελλάδα, όταν το ελληνικό αλφάβητο έδωσε φωνή στα γράμματα και τα μετέτρεψε σε εργαλείο σκέψης και στοχασμού.
Η ελληνική πόλις δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το γράμμα και την ανάγνωσή του. Στην Αθήνα, στον 5ο αιώνα π.Χ., το γραπτό κείμενο έπαψε να είναι αποκλειστικότητα των ιερών και των ολίγων και έγινε κτήμα πολιτών, ποιητών, φιλοσόφων. Η ανάγνωση, από μια τεχνική διαδικασία, έγινε το ίδιο το οξυγόνο της δημοκρατίας.
Για τους αρχαίους Έλληνες, «διαβάζω» σήμαινε πρωτίστως προφέρω. Η ανάγνωση ήταν κατεξοχήν φωνητική. Στην Αγορά, στα συμπόσια, στις σχολές, τα κείμενα αποκτούσαν ζωή μόνο όταν γίνονταν φωνή. Οι ραψωδοί απήγγειλαν Όμηρο, οι τραγωδοί έδιναν υπόσταση στους στίχους του Σοφοκλή, οι ρήτορες έκαναν τις λέξεις όπλα.
Ο Σωκράτης, που δεν άφησε γραπτά, δίδαξε με τον πιο ισχυρό τρόπο ότι η φωνή είναι πράξη πολιτική. Ο λόγος δεν ήταν απλώς μέσο επικοινωνίας αλλά μέσο συγκίνησης, πειθούς, ακόμα και μεταμόρφωσης του ακροατή. Η ανάγνωση λοιπόν, στα χρόνια εκείνα, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τεχνική: Ήταν τελετουργία που έδινε υπόσταση στην πόλη.
Κι όμως, η Ελλάδα άνοιξε και τον δρόμο προς μια νέα διάσταση, εκείνη που έμελε να κυριαρχήσει: της σιωπηλής και κατά μόνας ανάγνωση. Στα φιλοσοφικά σχολεία, στον Αριστοτέλη, στον Επίκουρο, στα κείμενα που διαβάζονταν στοχαστικά και όχι μόνο δημόσια, γεννήθηκε η ιδέα ότι μπορείς να «ακούς» τον λόγο μέσα στο μυαλό σου χωρίς να τον προφέρεις.
Αυτή η εσωτερική στροφή χρειάστηκε αιώνες για να παγιωθεί. Οι Ρωμαίοι, οι μεσαιωνικοί μοναχοί, οι πρώτοι ουμανιστές της Αναγέννησης, όλοι θα συνεχίσουν αυτή τη μετάβαση. Αλλά ο σπόρος είχε φυτευτεί ήδη στον ελληνικό κόσμο: η ανάγνωση ως προσωπική εμπειρία, μια συνομιλία με το κείμενο που δεν χρειάζεται μάρτυρες ή ενδιάμεσους.
Για τους Έλληνες, η ανάγνωση ήταν τέχνη. Χωρίς αυτήν, το γραπτό κείμενο θα έμενε «νεκρό σώμα γραμμάτων». Ο αναγνώστης ήταν εκείνος που το ζωντάνευε, που του έδινε ρυθμό, νόημα, πάθος. Η λέξη δεν ήταν ουδέτερη αλλά συνδέθηκε με τη μουσική, την ποίηση, τη ρητορική. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα μιλάμε για «φωνή» του συγγραφέα ή για «ρυθμό» της πρόζας.
Στην ελληνιστική εποχή, με την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η ανάγνωση απέκτησε μια νέα διάσταση καθώς έγινε ερευνητική. Οι μελετητές ταξίδευαν μέσα από παπύρους, σχολίαζαν, αντέγραφαν, συνέκριναν. Εδώ αρχίζει να γεννιέται η ιδέα της κριτικής ανάγνωσης, της ανάγνωσης που δεν καταναλώνει παθητικά το κείμενο αλλά το εξετάζει, διαλέγεται μαζί του.
Η κληρονομιά στον Δυτικό κόσμο
Από την Ελλάδα, η τέχνη της ανάγνωσης περνάει στη Ρώμη και από εκεί διασώζεται στον Μεσαίωνα. Στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, στα σκριπτόρια όπου μοναχοί αντέγραφαν αδιάκοπα χειρόγραφα, η πράξη της ανάγνωσης συνδέθηκε με τη σιωπή, τη μελέτη, την προσευχή. Κι όταν ήρθε η Αναγέννηση, ο δυτικός άνθρωπος ξαναβρήκε στο ελληνικό γράμμα τη δύναμη να φανταστεί τον κόσμο διαφορετικά.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι χωρίς την ελληνική ανάγνωση, ο Δυτικός πολιτισμός δεν θα γνώριζε ούτε τον Δάντη ούτε τον Σαίξπηρ, ούτε τον Θερβάντες ούτε τον Τολστόι. Γιατί το νήμα που τους συνδέει δεν είναι μόνο η λογοτεχνία, είναι η ίδια η πράξη της ανάγνωσης, αυτή που ρίζωσε στην ελληνική γη.
Κι εμείς σήμερα, κάθε φορά που σκύβουμε πάνω από ένα βιβλίο, ξαναζούμε εκείνη την πρώτη στιγμή. Η σελίδα μπροστά μας είναι ένας μικρός ναός, η βιβλιοθήκη μια ολόκληρη πολιτεία. Ο αναγνώστης γίνεται ταξιδευτής, περνάει σύνορα, συναντά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, συνομιλεί με φωνές που χάθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν…
Η ανάγνωση ξεκίνησε από την Ελλάδα, αλλά δεν τελείωσε ποτέ. Συνεχίζει μέσα μας, σε κάθε βιβλίο που ανοίγουμε, σε κάθε λέξη που μας κοιτάζει και ζητά να της δώσουμε φωνή. Κι ίσως, αν οι πρώτοι Έλληνες που χάραξαν γράμματα σε πέτρα ή πάπυρο μπορούσαν να μας δουν, θα χαμογελούσαν γιατί οι φωνές τους μας ψιθυρίζουν ακόμη κάθε φορά που μια σελίδα ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας