Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Η σοφία της αβεβαιότητας και η τρυφερότητα της μνήμης

Φλοράνς Νουαβίλ, Μίλαν Κούντερα, «Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», μετφρ. Γιάννης Η. Χάρης, εκδ. Εστία, Σελ.284 

Ο Μίλαν Κούντερα υπήρξε πάντοτε συγγραφέας που αντιστεκόταν στην κατάταξη και την ευκολία της ερμηνείας. Η γραφή του μοιάζει με λαβύρινθο από φως και σκιές, όπου η φιλοσοφική ιδέα συνυπάρχει με την αισθησιακή λεπτομέρεια, και η πολιτική σκέψη με την προσωπική μελαγχολία. Σε αυτό το πνεύμα, η Φλόρανς Νουαβίλ δεν επιχειρεί να μας παραδώσει μιαν ακόμη βιογραφία – κάτι που ο ίδιος ο Κούντερα θα θεωρούσε προδοσία απέναντι στην ελευθερία του δημιουργού. Επιλέγει, αντίθετα, να στήσει ένα βιβλίο-μωσαϊκό, όπου οι ψηφίδες είναι συναντήσεις, θραύσματα μνήμης, αναμνήσεις από πόλεις, φωτογραφίες, αποσπάσματα συνεντεύξεων, μικρές σιωπές και ανοιχτές παρενθέσεις.

Ο τίτλος Μίλαν Κούντερα «Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!» είναι ήδη μια δήλωση· υπονοεί την ειρωνεία, τη δυσπιστία, ακόμη και την παιγνιώδη αποστασιοποίηση με την οποία ο Κούντερα αντιμετώπιζε τον εαυτό του ως συγγραφέα. Η Νουαβίλ τον γνώρισε προσωπικά και είχε την τύχη να συνομιλήσει μαζί του και με τη σύντροφό του Βέρα, αποκτώντας μιαν οικειότητα που δεν διαλύει τον μύθο, αλλά τον φωτίζει εκ των έσω. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που στέκεται ανάμεσα στην προσωπογραφία και την αυτοσχέδια σκηνοθεσία: δεν μιλά μόνο «για» τον Κούντερα, αλλά «με» τον Κούντερα. 

Η δομή του βιβλίου είναι πολυφωνική. Η φωνή της συγγραφέως μπλέκεται με τις δικές του κουβέντες, με σχόλια κριτικών, με φράσεις μεταφραστών, με εικόνες τόπων. Οι εναλλαγές αυτές δημιουργούν μια αίσθηση κίνησης, σαν να περιδιαβαίνεις ένα διαμέρισμα γεμάτο βιβλία, πίνακες, σημειώσεις, όπου κάθε αντικείμενο αφηγείται τη δική του ιστορία. Είναι μια αφήγηση που δεν υπακούει στη γραμμική βιογραφική τάξη· αντίθετα, μοιάζει με μουσική παρτιτούρα, όπου η παύση έχει εξίσου μεγάλη σημασία με τον ήχο.

Η Νουαβίλ καταφέρνει να συλλάβει την ουσία του Κούντερα: την αμφιθυμία του απέναντι στην ιστορία, τη βαθιά του δυσπιστία απέναντι στις βεβαιότητες, την ανάγκη του να προστατεύσει τον ιδιωτικό χώρο της σκέψης και της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια μιλά για τη «σοφία της αβεβαιότητας» που τον διέκρινε – μια στάση που έβλεπε τη ζωή όχι ως πεδίο για απόλυτες απαντήσεις, αλλά ως τόπο όπου η αμφιβολία γίνεται δημιουργική δύναμη.

Η αισθητική του βιβλίου υποστηρίζει αυτήν τη φιλοσοφία. Δεν έχουμε εδώ ένα πυκνό, βιογραφικό κείμενο που εξαντλεί το υλικό με χρονολογική πειθαρχία. Αντίθετα, το κείμενο διακόπτεται από φωτογραφίες, χειρόγραφα, μικρά χωρία που λειτουργούν σαν λογοτεχνικά ενσταντανέ. Αυτή η διάσπαση δεν είναι αδυναμία· είναι η ίδια η μέθοδος του βιβλίου, που καλεί τον αναγνώστη να γίνει συμμέτοχος στη συναρμολόγηση της εικόνας.

Η μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη υπηρετεί με ακρίβεια και διακριτικότητα αυτό το παιχνίδι φωνών. Η γλώσσα του αποδίδει τόσο την κομψότητα της Νουαβίλ όσο και τις αιχμηρές αποχρώσεις του Κούντερα, διατηρώντας την οικονομία του λόγου εκεί που χρειάζεται και αφήνοντας τον αέρα να περάσει ανάμεσα στις λέξεις.

Σήμερα, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Μίλαν Κούντερα, το βιβλίο αποκτά έναν πρόσθετο συναισθηματικό τόνο. Δεν είναι μνημείο ούτε απολογισμός, αλλά μια ζωντανή μαρτυρία, ένα είδος διαλόγου που συνεχίζεται και μετά την απουσία του. Η Νουαβίλ μας προσφέρει μια οικειότητα που δεν εκβιάζει, αλλά αποπνέει σεβασμό· μας φέρνει πιο κοντά, όχι για να «γνωρίσουμε» τον Κούντερα με την έννοια της βιογραφικής αποκάλυψης, αλλά για να τον συναντήσουμε στον δικό του χώρο, με τους όρους του.

Το Μίλαν Κούντερα «Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!» είναι, τελικά, μια πρόταση για το πώς μπορούμε να μιλήσουμε για έναν συγγραφέα χωρίς να τον παγιδεύσουμε στις λέξεις μας. Είναι ένας ύμνος στη γραφή ως πράξη αβεβαιότητας, στη λογοτεχνία ως τόπο συνάντησης και στην τέχνη της μνήμης που δεν επιβάλλεται αλλά συνοδεύει. Και μέσα από την ευγένεια, την ακρίβεια και την πολυφωνία του, μας υπενθυμίζει ότι η καλύτερη κριτική τιμή για έναν συγγραφέα είναι να τον αφήνουμε να παραμένει, με τον τρόπο του, μυστήριο.

Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.