Η γοητεία της άγνοιας και η ευθύνη της γνώσης
Mark Lilla, Άγνοια και μακαριότητα – Η επιθυμία να μην γνωρίζουμε, μτφρ. Ελένη Κοτσυφού, εκδ. Επίκεντρο, σελ. 248
Η φράση του Μπομπ Ντίλαν που ανοίγει τον πρόλογο –«Ναι, και πόσες φορές μπορεί ένας άνθρωπος να στρέψει το κεφάλι του και να προσποιηθεί ότι απλά δεν βλέπει;»– λειτουργεί σαν κλειδί για να ανοίξει κανείς το εσωτερικό αυτού του βιβλίου. Ο Mark Lilla, στοχαστής με διεθνή αναγνώριση, δεν ενδιαφέρεται να καταγγείλει απλώς την αδιαφορία ή τη ρηχή άρνηση της πραγματικότητας. Θέλει να αναμετρηθεί με μια πιο σκοτεινή, και ταυτόχρονα γοητευτική, ανθρώπινη κλίση: την επιθυμία να μην γνωρίζουμε.
Η «επιθυμία για άγνοια» δεν έχει να κάνει με την μια έλλειψη ενδιαφέροντος για πληροφόρηση όσο είναι μια ενεργητική στάση, που πηγάζει από την ανάγκη του ανθρώπου να προστατευθεί από την υπερβολική ένταση της αλήθειας, από τη φθορά που προκαλεί η γνώση όταν δεν μπορεί να αφομοιωθεί. Ο Lilla, συνδέει την έννοια αυτή με ένα παγκόσμιο φάσμα, από τον αρχαίο μύθο του Σπηλαίου του Πλάτωνα, όπου οι δεσμώτες φοβούνται να αντικρίσουν το φως, μέχρι τη σύγχρονη εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου η παραπληροφόρηση και η δολιοπληροφόρηση διαβρώνουν όχι μόνο την πολιτική ζωή αλλά και την ίδια την έννοια της κοινής πραγματικότητας.
Ο συγγραφέας δεν στήνει μια αφηρημένη φιλοσοφική πραγματεία. Αντίθετα, χτίζει ένα αφήγημα που κινείται ανάμεσα σε φιλοσοφία, πολιτική ανάλυση και πολιτισμική κριτική. Στην εισαγωγή, μέσα από μια αλληγορική σκηνή απελευθέρωσης από τη «σπηλιά» και την παρατήρηση του φωτός, ο Lilla μας εισάγει στην αντίφαση του ανθρώπινου πνεύματος. Από τη μια θέλουμε να γνωρίζουμε, κι από την άλλη θέλουμε και να προστατευόμαστε από τη γνώση. Θέλουμε ταυτόχρονα την αλήθεια, αλλά και το καταφύγιο που προσφέρει η άγνοια.
Το εύρος των αναφορών του είναι εντυπωσιακό: αρχαίοι μύθοι, θρησκευτικές παραδόσεις, λογοτεχνικά έργα, επιστημονικές μελέτες, ψυχολογικές παρατηρήσεις. Ο Lilla αξιοποιεί ακόμη και τα πλέον απροσδόκητα παραδείγματα, από τον Οιδίποδα μέχρι τον Νίτσε και τον Πασκάλ, για να φωτίσει τις ψυχολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις της άγνοιας. Η γραφή του είναι ακριβής και δομημένη, αλλά ταυτόχρονα ρέουσα και προσιτή, ο δε τρόπος του είναι εκείνος ενός δασκάλου που δεν κηρύσσει αλλά προσκαλεί σε μια κοινή πορεία κατανόησης.
Στο σύγχρονο πλαίσιο, το βιβλίο αποκτά μια ανησυχητική επικαιρότητα. Η «μακαριότητα» που αποδίδεται στην άγνοια μπορεί να μετατραπεί σε επικίνδυνη πολιτική αδιαφορία ή και σε εύφορο έδαφος για ακραίες ιδεολογίες. Η εποχή μας γνωρίζει παραδείγματα όπου η άρνηση της επιστημονικής γνώσης (από την κλιματική αλλαγή μέχρι τη δημόσια υγεία) και η διάδοση ψευδών ειδήσεων δεν αποτελούν απλές παρεκκλίσεις, αλλά στρατηγικές επιλογές πολιτικής και κοινωνικής ισχύος. Ο Lilla δείχνει ότι αυτή η στάση δεν είναι απλώς αποτέλεσμα άγνοιας, αλλά προϊόν μιας συνειδητής, και συχνά συναισθηματικά φορτισμένης, επιλογής.
Ο πρόλογος του Αναγνωστόπουλου λειτουργεί ως εξαιρετικός οδηγός ανάγνωσης. Με καθαρότητα και πειθώ, εντοπίζει τη συμβολή του Lilla στην κατανόηση μιας έννοιας που σπάνια αναλύεται συστηματικά, και αναδεικνύει τον τρόπο που το βιβλίο συνομιλεί με την πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Η δική του παρέμβαση φωτίζει τον Lilla όχι μόνο ως στοχαστή, αλλά και ως έναν συγγραφέα που προτείνει έναν νέο τρόπο να δούμε την ίδια μας τη στάση απέναντι στην αλήθεια.
Το Άγνοια και μακαριότητα δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, αλλά είναι σπάνιας σημασίας. Μας προκαλεί να κοιτάξουμε κατάματα το παράδοξο της ανθρώπινης φύσης: ότι η δίψα για γνώση συνυπάρχει με την ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από όσα μπορεί να μας διαλύσουν. Στην εποχή της υπερπληροφόρησης, όπου η γνώση συχνά κατακερματίζεται σε θραύσματα και η αλήθεια θολώνει από τον θόρυβο, η σκέψη του Lilla λειτουργεί σαν πρόσκληση σε μια πιο απαιτητική, αλλά και πιο γόνιμη, σχέση με τον κόσμο.
Και ίσως το μεγαλύτερο του επίτευγμα είναι ότι καταφέρνει να μετατρέψει την έννοια της «επιθυμίας να μην γνωρίζουμε» από αντικείμενο κατηγορίας σε πεδίο κατανόησης. Μας δείχνει ότι, για να αντισταθούμε στην παραπληροφόρηση, στον κυνισμό και στον εύκολο φανατισμό, δεν αρκεί να έχουμε πληροφορίες, πρέπει να κατανοήσουμε και τη γοητεία που ασκεί η άγνοια. Μόνο τότε μπορούμε να επιλέξουμε, συνειδητά, αν θα μείνουμε δεσμώτες στη σπηλιά ή αν θα στραφούμε προς το φως με όλο το ρίσκο που αυτό συνεπάγεται.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας