Σαν κύκλος είναι η πορεία εξέλιξης του ονόματος αυτού του νησιού. Αρχαίο ελληνικό και νεοελληνικό όνομα, ανοίγουν και κλείνουν αυτόν τον κύκλο, με διάφορους άλλους χαρακτηρισμούς να στιγματίζουν το ταξίδι του μέσα στον χρόνο.
Ανάμεσα στην Σίφνο, την Μήλο και την Πολύαιγο, βρισκόταν από αρχαιοτάτων χρόνων ένα νησί, το οποίο οι αρχαίοι έλεγαν «Κίμωλο». Σε κείμενα που γράφτηκαν αιώνες πριν, αναφέρεται αυτό το όνομα, καθώς και σε ενεπίγραφες στήλες, οι οποίες μαρτυρούν την σημασία και την δύναμή του στην νότια αυτή πλευρά του Αιγαίου.
Πριν η αρχαιολογία φτάσει να ασχοληθεί με αυτό το μικρό νησί, η ιστορία του ήταν άγνωστη. Ανακαλύπτοντας περισσότερα γραπτά που μιλούσαν για το αρχαίο Αιγαίο, βλέπουμε τον όρο «Κιμωλίς».
Οι καθαρές της θάλασσες, μάλλον με πλήθος αχινών ή η ύπαρξη πολλών εχιδνών στα εδάφη της (ένα είδος οχιάς), της χάρισαν επίσης τα προσωνύμια «Εχινούσα» ή «Εχιδνούσα». Το νησί των αχινών και των φιδιών, μέσα από το πρίσμα της αρχαίας μας μυθολογίας, λέγεται ότι πήρε το αρχικό του όνομα, από τον πρώτο που πάτησε το πόδι του στο νησί και τελικά έγινε ο πρώτος του κάτοικος, ο Κίμωλος.
Η Κίμωλος ήταν γνωστή από την αρχαιότητα για τον ορυκτό της πλούτο. Συνανήκουσα και αυτή, μαζί με άλλα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, στο ηφαιστειακό τόξο του πελάγους, οι υπόγειες και θαλάσσιες διεργασίες και αναμείξεις υλικών, οδήγησαν στην γέννηση των πολλαπλών πετρωμάτων, βιομηχανικών και ημιπολύτιμων χαλαζιακών ορυκτών που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε γωνιά της.
Το όνομά της, όμως, μας θυμίζει κάτι, σωστά; Όσοι πρόλαβαν στο σχολείο τον μαυροπίνακα, θυμούνται ακόμα την κιμωλία. Αλλά εδώ έρχεται να κολλήσει η απορία, η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Ποιος πήρε το όνομα ποιου; Απ’ ότι φαίνεται, ο ασβεστόλιθος με τον οποίο έγραφαν κάποτε στα σχολεία, μοιάζει πάρα πολύ με την λεγόμενη «κιμωλία γη», την ορυκτή λευκή άργιλο του νησιού, από την οποία πήρε το όνομα του.
Αιώνες πριν, η «Κιμωλία νήσος» των αρχαίων συγγραφέων, προσέφερε τα γήινα δώρα της και κυρίως την λευκή αυτή άργιλο, από την οποία άρχισε να πλουτίζει και οικονομικά. Η κιμωλία γη άρχισε να γίνεται περιζήτητη στο εμπόριο της περιοχής, καθώς χρησιμοποιούνταν για την λεύκανση υφασμάτων, ως φάρμακο και καταπραϋντικό, αλλά και ως καλλυντικό.
Τους επόμενους αιώνες, το νησί πέρασε στα χέρια ξένων κατακτητών και απέκτησε άλλο χαρακτήρα. Κάνοντας ένα μικρό άλμα στην ιστορία, φτάνουμε μέχρι την λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και των γύρω περιοχών μετά την Δ’ Σταυροφορία, το 1204. Τότε, οι Κυκλάδες γεμίζουν από τους λατινόφωνους Φράγκους.
Εκείνοι, αντικρίζοντας τις απαστράπτοντες παραλίες και τα λαμπερά γκρι βράχια της Κιμώλου, άλλαξαν το όνομά της. Από το 1207 έως το 1579, όσο δηλαδή ανήκε στο λεγόμενο Δουκάτο του Αρχιπελάγους, ήταν η «Argentiera», η «ασημένια» ή «το νησί του ασημιού».
Ο κύκλος αυτός, μετά από αναφορές της ως «Κίμηλος» και «Κίμουλος», κλείνει και πάλι με την αρχαία της ονομασία, η οποία τελικά κυριάρχησε ανάμεσα στις υπόλοιπες. Η φωτεινή Κίμωλος, ακόμα και ανάμεσα σε ηφαίστεια, ασημίζει κάτω από τον ήλιο και αστράφτει σαν κρύσταλλος του Αιγαίου.
Βιβλιογραφία:
