Αποστόλης Αρτινός: Εγκαταλείπομαι στη σειρά των λέξεων, γίνομαι ένα ενδιάμεσο, το θύμα μιας ρηματικής ακολουθίας

Αποστόλης Αρτινός: Εγκαταλείπομαι στη σειρά των λέξεων, γίνομαι ένα ενδιάμεσο, το θύμα μιας ρηματικής ακολουθίας

«Η συγγραφική εμμονή μου είναι ο τρόπος της γραφής, όπως με παρασύρει, όπου με εκβάλει. Αυτή είναι ο γρίφος και το αίνιγμα, αυτή είναι το περιεχόμενο κι η αλήθειά του. Δεν προσπαθώ να χειραγωγήσω αυτή την κίνηση, να επιλύσω όπως λέτε το αίνιγμά της, θα έλεγα μάλλον το αντίθετο, να το συσκοτίσω θέλω, ακόμη περισσότερο, το αφήνω να με καθοδηγήσει αυτό, σε όλο και πιο βαθύσκια μονοπάτια. Είναι ένα βίωμα μυστικό, κι όπως εννοούν οι Πατέρες αυτή τη λέξη, μια αποκαλυψιακή εμπειρία που δεν παραδίνεται».

Ο Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας και επιμελητής εκθέσεων σύγχρονης τέχνης. Γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1966. Το 1992 σπουδάζει στην Αθήνα δημοσιογραφία και επικοινωνία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες Καθημερινή, Ελευθεροτυπία και Αυγή δημοσιεύοντας κυρίως κριτικές βιβλίων. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Αγαπημένη μου Lyda» (Κριτική, 2017), «Η φυσική μοναξιά των λέξεων» (Σμύλη, 2019), «Βίος ιδεόληπτος» (Σμίλη, 1998), «Τα γράμματα της Ντόρας» (Σμίλη, 2011), «Η ετεροτοπία της καλύβας» (Σμίλη, 2014), «Το συμβάν Lacan», (Επέκεινα, 2014) κ.ά. Έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο «Η ελάχιστη δομή» (Εκδόσεις Κριτική 2014). Κείμενα του δημοσιεύει και στο προσωπικό του ιστολόγιο «Λεξήματα». 

Μιλώντας μας στο Liberal.gr αποκαλύπτει για τον τρόπο γραφής του:

«Μου αρκεί ένα συναίσθημα που θα με καθηλώσει αναπόδραστα, αυτό δημιουργεί και το περιβάλλον της αφήγησης. Δεν ξέρω καμιά αρχή και κανένα τέλος, εγκαταλείπομαι στη σειρά των λέξεων, γίνομαι ένα ενδιάμεσο, το θύμα μιας ρηματικής ακολουθίας κι αυτό είναι όλο.»

Και μας ανοίγει τα συγγραφικά μυστικά συρτάρια του, μιλώντας μας για τα προσεχώς:

«Δουλεύω, αν κι όχι τόσο γρήγορα όσο θα ’θελα, το τρίτο μου μυθιστόρημα, πάλι μια λογοτεχνία ντοκουμέντου, η ιστορία ενός κτήματος στην Πελοπόννησο. Θα ’ναι μια σπονδυλωτή ιστορία τριών γυναικών, αφοσιωμένες, η κάθε μια με τον τρόπο της, στη γη, στον αμπελώνα, στην οικογενειακή τους μοίρα. Επίσης αναμένεται να κυκλοφορήσει μες το χρόνο και μια συλλογή δοκιμίων μου πάνω στην αισθητική του ναζισμού, απ’ τις εκδόσεις Επέκεινα».

-Κύριε Αρτινέ, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Επειδή συγκεντρώνομαι πολύ δύσκολα πρέπει να υπάρχει ησυχία, ιδανικά να μην ακούγεται τίποτε, ψυχή ζώσα σε απόσταση χιλιομέτρων. Επίσης να υπάρχει απόλυτη τάξη στο χώρο, η παραμικρή αναστάτωση, ένα πράγμα που δεν θα ’ναι στη θέση του, με αποσυντονίζει. Και βεβαίως γράφω μόνο στο σπίτι μου, εκεί που ’ναι κι η βιβλιοθήκη μου. Αυτή είναι άλλωστε κι η προνομία αυτού του χώρου.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μου αρκεί ένα συναίσθημα που θα με καθηλώσει αναπόδραστα, αυτό δημιουργεί και το περιβάλλον της αφήγησης. Δεν ξέρω καμιά αρχή και κανένα τέλος, εγκαταλείπομαι στη σειρά των λέξεων, γίνομαι ένα ενδιάμεσο, το θύμα μιας ρηματικής ακολουθίας κι αυτό είναι όλο.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Τα γράμματα της Ντόρας», μια λογοτεχνία ντοκουμέντου, η ερωτική αλληλογραφία μιας γυναίκας, η απεύθυνσή της, κι όπως πάντα, στο πουθενά. Με συγκλόνισε η επιθυμία αυτής της γυναίκας, η τόλμη της, η αναμονή της, ένας μανιακός απελπισμένος λόγος μπροστά στο όνομα του άλλου.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η συγγραφική εμμονή μου είναι ο τρόπος της γραφής, όπως με παρασύρει, όπου με εκβάλει. Αυτή είναι ο γρίφος και το αίνιγμα, αυτή είναι το περιεχόμενο κι η αλήθειά του. Δεν προσπαθώ να χειραγωγήσω αυτή την κίνηση, να επιλύσω όπως λέτε το αίνιγμά της, θα έλεγα μάλλον το αντίθετο, να το συσκοτίσω θέλω, ακόμη περισσότερο, το αφήνω να με καθοδηγήσει αυτό, σε όλο και πιο βαθύσκια μονοπάτια. Είναι ένα βίωμα μυστικό, κι όπως εννοούν οι Πατέρες αυτή τη λέξη, μια αποκαλυψιακή εμπειρία που δεν παραδίνεται.

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Κάτι απ’ την κρυπτική μου ιστορία, αυτή που με διασώζει ακέραιο και μ’ απολύει μαζί. Είναι μια ιστορία που δεν την αναγνωρίζω στον βιογραφικό μου κύκλο, αλλά που το εσωτερικό της τοπίο όμως είναι και το τοπίο της καταδικής μου μοναξιάς, το καταγωγικό λίκνο των μοναδικών μου συναισθημάτων. Ξέρετε, δεν επικοινωνούμε στην κοινοχρησία ενός προσφερόμενου νοήματος, αλλά στις κρυπτωνυμίες μιας απορφανισμένης γλώσσας, σ’ αυτή την κρύπτη υπό-κειμενοποιείται η ιστορία, η όποια αυτή...

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Ντόρα, απευθυνόταν στον πατέρα μου, τα γράμματά της βρισκόταν σ’ ένα κουτί και περίμεναν εμένα να τα βγάλω στο φως.

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Ήταν απ’ τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, ένα παλιό χαρτόδετο βιβλιαράκι, αν θυμάμαι καλά, λεγόταν «Το γαλάζιο λουλούδι», ρώσικη λογοτεχνία, επιστημονικής φαντασίας, αλλά με αρκετή υγρασία, όπως στον Στάλκερ του Ταρκόφσκι. Όλη η ιστορία διαδραματιζόταν σε μια σπηλιά όπου και το εύρημα αυτού του φωσφορίζοντος άνθους. Δεν θυμάμαι πολλά απ’ την ιστορία, μόνο τη κυριαρχία αυτού του αναπάντεχου ευρήματος. Η βιβλιοθήκη του πατέρα μου είχε πολλούς κλασσικούς συγγραφείς και περνούσα αρκετό χρόνο μαζί της.

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο, είναι στίχοι και εικόνες που σε διαστρέφουν. Δεν είσαι πια ο ίδιος μετά, κάτι μέσα σου έχει ραγίσει, κι είσαι ήδη αλλού.

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Μ’ αρέσουν πολύ οι μοντέρνοι, λατρεύω ως προσωπική μου θεότητα, τον Μωρίς Μπλανσό, αγαπώ επίσης τον Πιερ Κλοσσόφκι, κι όχι τόσο τον τρίτο της παρέας τον Μπατάϊγ, αγαπώ τη Μαργκερίτ Ντυράς, «Ο άνδρας που καθόταν στο διάδρομο» είναι απ’ τα βιβλία της που μ’ έχουν χαράξει. Και βεβαίως οι ρομαντικοί, ο Κλάιστ, ο Νοβάλις. «Ο θάνατος του Βιργίλιου», του Μπροχ ήταν ένα συμβάν στη ζωή μου, ο Μόμπι Ντικ επίσης, ένας αναγνωστικός μου άθλος. Η ποίηση του Χέλντερλιν, του Τσελάν, όσα αυτόματα μου 'ρχονται τώρα στο νου, μιας και η λίστα αυτή δεν έχει τέλος και ίσως δεν έχει και νόημα.

-Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όπως σας είπα έχω ανάγκη την ησυχία. Κατά τα άλλα, όταν γράφω λογοτεχνία, δεν με βοηθά να διαβάζω κάτι εκείνο το διάστημα, μάλλον το αντίθετο. Στα δοκιμιακά μου όμως έργα η βιβλιοθήκη μου έχει ενεργό ρόλο. Γράφουμε στα περιθώρια αυτών που διαβάζουμε, λέει ο Ντεριντά. Μ’ αρέσει να παραπέμπω, τα κείμενα μου καταδεικνύουν τις αναφορές τους, υπάρχουν μέσα απ’ αυτές.

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Δουλεύω, αν κι όχι τόσο γρήγορα όσο θα ’θελα, το τρίτο μου μυθιστόρημα, πάλι μια λογοτεχνία ντοκουμέντου, η ιστορία ενός κτήματος στην Πελοπόννησο. Θα ’ναι μια σπονδυλωτή ιστορία τριών γυναικών, αφοσιωμένες, η κάθε μια με τον τρόπο της, στη γη, στον αμπελώνα, στην οικογενειακή τους μοίρα. Επίσης αναμένεται να κυκλοφορήσει μες το χρόνο και μια συλλογή δοκιμίων μου πάνω στην αισθητική του ναζισμού, απ’ τις εκδόσεις Επέκεινα.

[Το εργαστήρι του συγγραφέα]