«Αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν»

«Αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν»

Ασυζητητί είναι ο συγγραφέας ο οποίος με αναμφισβήτητη και ευφυέστατη αφηγηματική άνεση δημιουργεί στέρεους και αλησμόνητους χαρακτήρες, αναπλάθει εποχές, χωρίς δοκιμιακές αναφορές, ξεφλουδίζει την κοινωνία στα εις εξ ων συνετέθη, τολμά να αγγίξει ιστορικά πρόσωπα, αναπλάθει μύθους που μας έθρεψαν για μια ζωή. Με το καινούργιο του βιβλίο και ακτινογραφώντας το παρόν, τολμά με τον Τζίμη του να διασκελίσει τους δυο τελευταίους αιώνες, να διανύσει και να ερμηνεύσει, κυριολεκτικά φωτογραφίζοντάς το, το παράλογο της εποχής.

Χ.Α.Χωμενίδης «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», εκδ. Πατάκη, σελ. 368

«Αντιπαθώ τον εξωραϊσμό του παρελθόντος. Λυπάμαι τους ανθρώπους που μηρυκάζουν τα νιάτα τους και θρηνούν χαμένες δήθεν ευκαιρίες». Υποστηρίζει ο Τζίμης ο ήρωας στο καινούργιο μυθιστόρημα του Χ.Α.Χωμενίδη και μαζί του καλούμαστε να περιδιαβούμε την Αθήνα, ιδιαίτερα την Κυψέλη, να περάσουμε από το 1999 στο 2000 δρασκελώντας εν μια νυκτί δυο αιώνες και δυο χιλιετίες, να περάσουμε από την… αναλογική στην ψηφιακή εποχή.


Ο Τζίμης του είναι, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλό του αναγνωρίζει ένας «αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν», δηλαδή αυτό που είμαστε εμείς.

Δεν έκλεψε, δεν σκότωσε, δεν πάτησε καθόλου επί πτωμάτων, δεν ξεπουλήθηκε, δεν φίλησε ποδιές κατουρημένες, ωστόσο αναμφισβήτητα του χαμογέλασε μια εύκρατη εποχή.

Ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, θα βρεθεί από τα υπόγεια στα ρετιρέ της πολυκατοικίας του και της ζωής. Θα μεγαλώσει και θα ζήσει καλά και θα κληρονομήσει ένα θέατρο που βρίσκει τον τρόπο να το συντηρήσει απροσκύνητος, έστω και ανεβάζοντας επί σαράντα σχεδόν χρόνια, παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες πασπαρτού. Τροφοδοτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα νέα ταλέντα, τη δική του μικρή, νεανική, πειραματική σκηνή.

Στο κατώφλι, ωστόσο, των εξήντα αποφασίζει να εκπληρώσει, επιτέλους, το μεγάλο του όνειρο: «Να αναδειχτεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Να κάνει- το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη, «ομφαλό της θεατρική Αθήνας».

Επ’ αυτού θα αξιοποιήσει τα πάντα. Την πανδημία, ένα διαμερισματάκι που νοίκιαζε κάπου εκεί στην περιοχή, για να ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του στην καραντίνα. Αρχοντικός και κιμπάρης δεν διώχνει κόσμο αντίθετα προσλαμβάνει και «αγκαζάρει» «την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών» οι οποίοι με τις παρελθούσες συνθήκες «τον σνόμπαραν» και «τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος», ωστόσο πέφτει επάνω στη μεγάλη αλλαγή της εποχής.

Από την περίοδο των παχέων αγγελάδων στις ισχνές, και από μια προνομιούχα και ευκόλως αναγνωρίσιμη εποχή σε μια άλλη με σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς και αθέτηση λόγου, ξεπουλημένων συνειδήσεων, από την εποχή που «είσαι ό,τι κάνεις» σε εκείνη που «είσαι εκείνο που πουλάς», στην καινούργια γι’ αυτόν και ακατανόητη ψηφιακή πραγματικότητα.


Δεν θα δρασκελίσουμε όλοι εύκολα, χωρίς τραύματα και σίγουρα αβρόχοις ποσί την καινούργια περιοχή. Και αυτό ο Χρήστος Χωμενίδης, με δικά του έξοδα ήδη το έχει βιώσει, το γνωρίζει καλά και αποφασίζει γενναιόδωρα μέσα από τον Τζίμη του, να μας το χαρίσει.

Κατά συνέπεια και ενώ η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει, ο ίδιος διατελώντας σε υπερδιέγερση και προσδοκώντας επιτέλους την υπαρξιακή δικαίωση, με όλη την αρχοντιά του, πέφτει επάνω στον «απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο» της νέας εποχής.

Ωστόσο, αφηγούμενος και ζώντας τη ζωή του, μας έχει ήδη προσφέρει ανάγλυφα την τελευταία πεντηκονταετία και βάλε της ζωής. Η ελληνική πραγματικότητα σε σινεμασκόπ, η περιοχή της Αθήνας και της Κυψέλης εν εξελίξει, τα απότομα της ιστορίας και οι ευκαιρίες και οι ψευδαισθήσεις των κάπως παλαιών ανθρώπων, το ελαφροΐσκιωτο εκείνο που μας στοίχειωνε μα μέσα από χρέος, μα μέσα από νοσταλγία, μα μέσα από περηφάνια ή αρχοντιά μια ζωή.

Ξαφνικά έχει άλλους «νόμους», δικούς της «κανόνες», ψηφιακούς χαρακτήρες, fake news και δολοφονίες χαρακτήρων η νέα εποχή. Το ανυπόληπτο ίντερνετ όπου ο καθένας είναι ό,τι φαντασιώνεται αποκτά δύναμη μεγάλη και υπολογίσιμη. Μεταστρέφει πραγματικότητες, διαστρέφει αλήθειες, έχει την δύναμη να γκρεμίσει ανθρώπους, καταστρέφει ζωές.

«Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής».

Ναι είναι αυτό ακριβώς! «Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν». Και «στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον.

Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο». Ο Τζίμης στην Κυψέλη – όπως λέει και ο δημιουργός του «είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή.»

Κι αυτό, όλοι το έχουμε νοιώσει λίγο έως πολύ. Δεν είναι (ήταν) καθόλου εύκολη η προσαρμογή.

Ωστόσο, ο Χωμενίδης με μια απίστευτη αφηγηματική ευκολία κολλά έναν καθρέφτη στα πρόσωπά μας και σε ολόκληρη την εποχή και την περιοχή. Επιστρατεύοντας όλη την οξυδέρκεια να αντικρίζει ταυτοχρόνως και τις δυο πλευρές της ιστορίας, -την μπροστά και την πίσω πλευρά του κεντήματος στη ζωή,- την γενναιότητα του απαράμιλλου χιούμορ του και αυτοσαρκασμού, αναπλάθει έναν ολόκληρο κόσμο, αυτόν ο οποίος τα τελευταία χρόνια μας περιβάλει, στήνει μια παλίμψηστη κοινωνία, που άλλα μας λέει το λούστο και άλλα δηλώνει ή αποκαλύπτει η πρώτη βαφή, και θέτει έναν ολόκληρο μηχανισμό ζωής ζώσας σε δράση. Να περνά το Ρουβίκωνα και να σκοντάφτει, πού ξέρεις, μπορεί και ερμηνεύοντας ήδη τη νέα εποχή.

Με αφηγηματική δομή έναν διπλό καθρέφτη, πότε βαδίζοντας μαζί με τον ήρωα και άλλοτε βλέποντάς τον ως ο πανεπόπτης αφηγητής, ξεκλειδώνει ερμηνείες, είναι σε θέση να κάνει παρατηρήσεις, κατορθώνει το ασύλληπτα δύσκολο: σχεδόν ιστοριογραφεί την δική του εποχή.

Διότι «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» είναι η αντιφατική, μεταιχμιακή, παράλογη εποχή μας. Κι ο Χωμενίδης έχει έναν αμίμητο τρόπο να μεταφράσει στη γλώσσα μας με την δική του απολαυστική, παραστατική, το παράλογο. Κι έτσι μπορεί να βοηθήσει, εκτός από την κατανόησή του, και τα βήματά μας σε τούτη «την αλλούτερη» χρονική στιγμή. Αποδεικνύοντας ότι είναι σημαντικός συγγραφέας.