Τώρα που «εξατμίστηκε» το ξυλόλιο, στόχος η Δικαιοσύνη

Τώρα που «εξατμίστηκε» το ξυλόλιο, στόχος η Δικαιοσύνη

Για υποδειγματική ανάκριση που διήρκησε 3,5 χρόνια έκανε λόγο ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης. Για μια δικογραφία που είναι περίπου 25.000 σελίδες και έχει σοβαρές εκθέσεις από ελληνικούς και ξένους φορείς, όσο και από ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια.

Παράλληλα «έχουν γίνει επιτόπιοι έλεγχοι, έχουν εξετασθεί πολλοί μάρτυρες, έχουν γίνει εκθέσεις, έχουν γίνει τα πάντα».

Και αφού ωρίμασε ο χρόνος και ήγγικεν η ώρα να αρχίσει η δίκη στις αρχές του χρόνου, κάποιοι κατάλαβαν ότι θα απογυμνωθούν οι «επιστημονικές» τους φαντασίες που τόσο πρόθυμα και ανεμπόδιστα κατέθεταν στα φιλόξενα τηλεπαράθυρα του εντυπωσιασμού.

Θα εξαερωθούν χωρίς… να αναφλεγούν τα ξυλόλια, τα τολουόλια, τα εύφλεκτα υγρά που θα νόθευαν καύσιμα ή ποτά. Αρκετά βοήθησαν την ανεύθυνη αντιπολίτευση που τα σερβίρισε σε μια κοινωνία συναισθηματικά φορτισμένη. Στην οποία η ηλικία των θυμάτων δικαίως λειτουργούσε ως μεγεθυντικός φακός της τραγωδίας, και ενισχυτής της συναισθηματικής της φόρτισης.

Πολύ περισσότερο που βοηθούσε και την ατομική προβολή του τραγικού γεγονότος για τον κάθε πολίτη. Θα μπορούσε δηλαδή να ήταν στο τρένο τα παιδιά του, τα αδέρφια του, οι φίλοι του, ο ίδιος. Αυτό αξιοποίησε η αντιπολίτευση, οι πολιτικές συλλογικότητες και οι διάσπαρτες ομάδες βάσης. Όχι για τη δικαίωση των θυμάτων αλλά για να επιφέρουν στρατηγικό πλήγμα «στην κυβέρνηση της Δεξιάς», που έγινε «κυβέρνηση δολοφόνων».

Εργαλειοποιούσαν τους νεκρούς και το δήλωναν στις τηλεοράσεις. Η μυριόστομη κραυγή για Δικαιοσύνη μεταλλασσόταν σε πολιτικό σύνθημα. «Ο λαός που συγκεντρώθηκε στις μεγάλες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, απαίτησε να φύγει η κυβέρνηση, είπε ένας. Ήταν τότε που ο Νίκος Πλακιάς, πατέρας και θείος θυμάτων, τον προκάλεσε: «Αν θέλει συγκέντρωση με τέτοιο σύνθημα ας την οργανώσει και να φανεί πόσους θα μαζέψει».

Η δίκη θα εξετάσει χωρίς ψιμύθια, φαντασιώσεις, σκοπιμότητες, συνθήματα και υστερίες, τα δεδομένα του τραγικού δυστυχήματος. Ηδη ο εισαγγελέας Εφετών Λάρισας πρότεινε να παραπεμφθούν σε δίκη 36 άτομα. Μεταξύ τους ο μοιραίος σταθμάρχης που είχε τη βάρδια, οι συνάδελφοί του που ως «συνεπείς» δημόσιοι υπάλληλοι εν ώρα εργασίας την κοπάνησαν και άφησαν τον άπειρο ηλικιωμένο (δεν είναι αντίφαση) μόνο του σε ένα κατεξοχήν νευραλγικό πόστο.

Παράλληλα τον επιθεωρητή του ΟΣΕ αρμόδιο για την εποπτεία των σταθμαρχικών βαρδιών, τον τότε πρόεδρο του ΟΣΕ, την πρόεδρο της ΡΑΣ (Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων), υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ και της Hellenic Train, υπάλληλο που συμμετείχε στην επιτροπή έγκρισης πρόσληψης του σταθμάρχη παρότι δεν πληρούσε (!)το ηλικιακό όριο που όριζε η προκήρυξη, και άλλους.

Τώρα που οι κατασκευασμένοι μύθοι θα ξεγυμνωθούν και η δημόσια διαδικασία θα αναδείξει τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους που αποτέλεσαν το γενεσιουργό υπόβαθρο του τραγικού δυστυχήματος, θα αφοπλισθούν από επιχειρήματα.

Γι’ αυτό όρισαν νέο στόχο: Να αποδυναμώσουν και απονομιμοποιήσουν την δικαστική διαδικασία αμφισβητώντας την Δικαιοσύνη. Και υπάρχει ένα κοινωνικό σώμα έτοιμο να αποδεχθεί τις «υποψίες» ότι η Δικαιοσύνη είναι μεροληπτική, κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη.

Η ίδια η διαδικασία όμως, θα διεξαχθεί με τη συμμετοχή εκατοντάδων δικηγόρων και υπό το άγρυπνο μάτι όλων των ΜΜΕ κάθε πολιτικής απόχρωσης, καταδεικνύοντας ευθύνες και υπευθύνους. Υπό το σκληρό φως της δημοσιότητας η διαδικασία δεν θα μπορέσει να συμβάλει σε «συγκάλυψη, όπως ήδη υπογείως διαδίδουν.

Το γνωρίζουν και γι’ αυτό άρχισαν τις σκόπιμες αμφισβητήσεις. Ανακάλυψαν ότι η εισαγγελική πρόταση έγινε πολύ γρήγορα σε σχέση με τον όγκο της υπόθεσης (ως τώρα η Δικαιοσύνη κατηγορείτο διαχρονικώς για αργοπορία), ότι υπάρχει κίνδυνος η δίκη να ξεκινήσει με «ελλιπή στοιχεία», ότι δεν έχουν δοθεί απαντήσεις σε «αναπάντητα ερωτήματα», ότι κάποια κρίσιμα στοιχεία δεν ζητήθηκαν εγκαίρως, κλπ.

Το τραγικό δυστύχημα έδειξε με τις πρωτοφανείς συγκεντρώσεις ότι δεν απέλειπε η ευαισθησία από την ελληνική κοινωνία. Η δίκη θα αποτελέσει και τεστ ορθοφροσύνης της. Εάν τα ψυχρά γεγονότα, όποια και να είναι με όποιους υπευθύνους, θα γίνουν αποδεκτά ή εάν θα κυριαρχήσει και πάλι η καχυποψία τροφοδοτημένη από πολιτικούς αγκιτάτορες χωρίς ήθος.

Και αν οι νεκροί θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικών σκοπιμοτήτων.