Μια φορά κι έναν καιρό, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, το Σάββατο σταματούσαν τα ρολόγια. Οι Εβραίοι πήγαιναν στη συναγωγή, οι Χριστιανοί στις δουλειές τους, και κανείς δεν ένιωθε ξένος. Αυτή είναι η Ελλάδα μας: μια χώρα που χωράει πολλές πίστεις, αλλά μία ψυχή.
Το να είσαι Έλληνας Εβραϊκού Θρησκεύματος στην Ελλάδα του 2025 δεν είναι τίτλος· είναι ταυτότητα. Μια ταυτότητα με ρίζες βαθιές, περηφάνια ήρεμη και συνέπεια ακλόνητη. Δεν σημαίνει να ζεις «ανάμεσα σε δύο κόσμους». Σημαίνει να είσαι ολόκληρα Έλληνας και ολόκληρα Εβραίος - να κουβαλάς μέσα σου δύο παραδόσεις που συναντώνται στον σεβασμό, στην παιδεία και στην ανθρωπιά.
Η εβραϊκή παρουσία στην Ελλάδα δεν είναι ξένη· είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι, εγκατεστημένοι εδώ από τα ελληνιστικά χρόνια, υπήρξαν η αρχαιότερη συνεχής εβραϊκή κοινότητα της Ευρώπης. Μιλούσαν ελληνικά, ζούσαν ελληνικά, πίστευαν εβραϊκά. Αιώνες αργότερα, μετά το 1492, η Ελλάδα έγινε καταφύγιο για τους Σεφαραδίτες που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία.
Η Θεσσαλονίκη, η «Μητέρα του Ισραήλ», φιλοξένησε για αιώνες ένα από τα πιο ακμάζοντα κέντρα του εβραϊσμού στον κόσμο - κοιτίδα εμπορίου, γραμμάτων, προσευχής και διαλόγου. Οι Έλληνες Εβραίοι στάθηκαν πάντοτε δίπλα στους υπόλοιπους Έλληνες. Πολέμησαν για την ελευθερία της χώρας, από την Επανάσταση του 1821 έως την Αντίσταση του 1940. Έλαβαν μέρος στους αγώνες της ανεξαρτησίας και στους Βαλκανικούς πολέμους, συνέβαλαν στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Λάρισας το 1881, όπου ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης υποδέχθηκε με σεβασμό και συγκίνηση τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ στη Συναγωγή.
Στην καθημερινή ζωή, στις τέχνες και στην οικονομία, οι Εβραίοι της Ελλάδας υπήρξαν πάντα παρόντες - όχι ως “μειονότητα”, αλλά ως συνιδρυτές του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Και όταν ήρθε η ώρα του πολέμου, πολέμησαν για την πατρίδα όπως κάθε άλλος Έλληνας.
Οι Έλληνες Εβραίοι δεν είμαστε «μειονότητα»· είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Η ιστορία μας δεν είναι παράλληλη με την ελληνική - είναι πλεγμένη μαζί της, μέσα στα ίδια σχολεία, στα ίδια στρατόπεδα, στις ίδιες γειτονιές, στους ίδιους αγώνες. Και πλήρωσαν ακριβό τίμημα: το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα ήταν από τα πιο καταστροφικά της Ευρώπης. Ήταν τότε που η Ελλάδα έχασε το ένα της μάτι· γιατί οι Εβραίοι της δεν ήταν «άλλοι», ήταν η μνήμη και η ψυχή των πόλεων της. Εξοντώθηκε όχι μόνο ο λαός μας· εξοντώθηκε και ένα τεράστιο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού.
Κι όμως, όσοι γύρισαν, ξαναέχτισαν. Δεν ζήτησαν εκδίκηση, ούτε προνόμια. Ζήτησαν να συνεχίσουν να είναι Έλληνες Εβραίοι - να ζήσουν, να μορφώσουν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν. Ακόμη και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι άλλοι κρατούμενοι μάς φώναζαν «οι Έλληνες». Γιατί έτσι στεκόμασταν: αξιοπρεπείς, υπερήφανοι, ακέραιοι. Δεν αφομοιωθήκαμε ποτέ. Δεν χρειάστηκε. Ήμασταν - και παραμένουμε - αυθεντικά Έλληνες και αυθεντικά Εβραίοι.
Η πνευματική παράδοση των Ελλήνων Εβραίων επηρέασε όχι μόνο τον ελληνικό χώρο, αλλά και τη διαμόρφωση του σύγχρονου Ισραήλ. Κεντρική μορφή αυτής της παράδοσης υπήρξε ο Αρχιραββίνος Μωυσής του Συμεών Πέσσαχ, Αρχιραββίνος Βόλου και τελευταίος Αρχιραββίνος της Ελλάδος. Πολυμαθής θεολόγος, δάσκαλος και κοινωνικός ηγέτης, ο Μωυσής Πέσσαχ κράτησε όρθιο το φρόνημα των Ελλήνων Εβραίων στα πιο σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, ειδοποίησε εγκαίρως για τις επικείμενες συλλήψεις και συνέβαλε στη διάσωση δεκάδων οικογενειών του Βόλου.
Η στάση του αποτελεί σύμβολο ελληνοεβραϊκής αλληλεγγύης και κοινής πίστης στην αξία της ζωής. Μετά τον πόλεμο, παρέμεινε πνευματικός ηγέτης και θεολογικός καθοδηγητής του ελληνικού εβραϊσμού, μέχρι τον θάνατό του το 1955. Συνέγραψε σημαντικά έργα ηθικοδιδακτικού και ερμηνευτικού χαρακτήρα. Οι ομιλίες και τα γραπτά του ανέδειξαν τη σημασία της γνώσης, της αλληλεγγύης και της πίστης χωρίς φανατισμό - αξίες που αποτέλεσαν πυρήνα της ελληνοεβραϊκής σκέψης. Η διδασκαλία του, διαποτισμένη από ελληνική σαφήνεια και σεφαραδίτικη σοφία, επηρέασε θεολόγους και ραββίνους στο Ισραήλ, καθιερώνοντάς τον ως γέφυρα ανάμεσα στον ελληνικό ουμανισμό και τον εβραϊκό στοχασμό.
Ακόμη και στην πολιτική γένεση του Ισραήλ, η ελληνική εμπειρία άφησε ίχνη. Ο Μπεν Γκουριόν, πρώτος πρωθυπουργός και θεμελιωτής του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ, σπούδασε για ένα διάστημα νομικά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισε τη δύναμη της εβραϊκής αυτοδιοίκησης και το ήθος της κοινότητας που λειτουργούσε με αλληλεγγύη, εκλογή και συμμετοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα ισραηλινά συμβούλια βασίστηκαν στο κοινοτικό πρότυπο της Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες Εβραίοι, λοιπόν, δεν αποτελούν “παράρτημα” κάποιου ξένου πολιτισμού. Είμαστε φορείς ενός ελληνικού εβραϊσμού που δίδαξε ισορροπία, γνώση και αντοχή.
Και όμως, ακόμη και σήμερα, ο αντισημιτισμός δεν έχει εξαφανιστεί. Δεν φορά πλέον σβάστικες, αλλά συνθήματα «ανθρωπισμού». Δεν κρατά μαστίγιο· κρατά πανό. Μετά την 7η Οκτωβρίου 2023, όταν η Χαμάς αιματοκύλισε το Ισραήλ, πολλοί στην Ευρώπη - και δυστυχώς και στην Ελλάδα - έσπευσαν να δικαιολογήσουν τη βία, να σχετικοποιήσουν τη φρίκη, να στοχοποιήσουν συλλογικά έναν λαό. Έτσι γεννήθηκε ο νέος, «προοδευτικός» αντισημιτισμός: αυτός που μιλά τη γλώσσα των δικαιωμάτων, αλλά επιλέγει ποια ζωή αξίζει να θρηνήσει. Δεν είναι προοδευτισμός αυτό. Είναι αριστεροφασισμός με ηθικό μανδύα. Και δεν αφορά μόνο τους Εβραίους· αφορά κάθε δημοκρατικό άνθρωπο.
Ο Έλληνας Εβραίος δεν χρειάζεται να απολογηθεί για τίποτα. Δεν είναι «ξένος». Δεν είναι «εκπρόσωπος». Είναι πολίτης αυτού του τόπου - με τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες χαρές, τις ίδιες ευθύνες. Εργαζόμαστε, υπηρετούμε στο στρατό, πληρώνουμε φόρους και συμμετέχουμε στην κοινωνία όπως κάθε άλλος Έλληνας πολίτης – χωρίς προνόμια, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Είμαστε μέρος της Ελλάδας.
Η χώρα έχει προοδεύσει. Τα σχολεία διδάσκουν το Ολοκαύτωμα, οι θεσμοί δείχνουν σεβασμό. Αλλά η παιδεία πρέπει να συνεχίσει - γιατί η άγνοια είναι πάντα το πρώτο σκαλοπάτι του μίσους. Και παράλληλα, υπάρχει ένας νέος προβληματισμός: μπορεί η Ελλάδα να παραμείνει ανοιχτή και ανεκτική, χωρίς να χάσει την πολιτισμική της ψυχή; Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που εγκαθίστανται στη χώρα, θα ενσωματωθούν στο ελληνικό πνεύμα ή θα επιδιώξουν να το αλλάξουν; Δεν είναι ερώτηση φόβου - είναι ερώτηση ευθύνης. Γιατί η δημοκρατία δεν επιβιώνει χωρίς μνήμη· και η μνήμη είναι το πιο ευάλωτο θεμέλιό της. Οι Έλληνες Εβραίοι ξέρουμε καλά τι σημαίνει φανατισμός. Τον είδαμε, τον νιώσαμε, τον πολεμήσαμε. Και γι’ αυτό, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, μπορούμε να σταθούμε απέναντί του με καθαρή φωνή. Δεν κρατάμε κακία· κρατάμε φως.
Στην καθημερινότητα, ζούμε πλάι στους Έλληνες Χριστιανούς με αμοιβαίο σεβασμό και ζεστασιά. Οι οικογένειές μας είναι συχνά μικτές, χωρίς όμως να χάνεται η ουσία της εβραϊκής παράδοσης. Τελούνται ακόμα εβραϊκοί γάμοι, τελετές περιτομής, μπαρ και μπατ μιτσβά, και τηρούνται οι μεγάλες γιορτές, από το Πέσσαχ ως το Χανουκά. Τα παιδιά μας μαθαίνουν να γιορτάζουν και τα Χριστούγεννα και το Χανουκά, να σέβονται τη διαφορετικότητα χωρίς να τη φοβούνται. Γιατί ο ελληνισμός είναι πνεύμα που αγκαλιάζει χωρίς να αλλοιώνει. Από τα πανεπιστήμια μέχρι τα νοσοκομεία, από τις τέχνες μέχρι τον στρατό, οι Έλληνες Εβραίοι συνεχίζουν να προσφέρουν σιωπηλά, αλλά ουσιαστικά.
Δεν ζητούμε αναγνώριση· ζητούμε μνήμη, ισότητα και αξιοπρέπεια. Η σχέση μας με το Ισραήλ δεν είναι πολιτική· είναι σχέση πίστης, αξιών και μνήμης. Όπως η Ελλάδα υπερασπίζεται τη δημοκρατία της, έτσι κι εμείς υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα ενός λαού να υπάρχει ελεύθερος. Ο Έλληνας Εβραίος δεν είναι διαφορετικός Έλληνας. Είναι ο Έλληνας που γνωρίζει τι σημαίνει να αγαπάς χωρίς να ξεχνάς, να θυμάσαι χωρίς να μισείς, να πιστεύεις χωρίς να φανατίζεσαι. Είναι ο Έλληνας που μέσα από τον διωγμό έμαθε τη δύναμη της ελευθερίας, και μέσα από τη μνήμη έμαθε την αξία της ειρήνης.
Στο τέλος της ημέρας, η απάντηση στο ερώτημα «τι σημαίνει να είσαι Έλληνας Εβραϊκού Θρησκεύματος» είναι απλή: Σημαίνει να είσαι Έλληνας, με όλες τις χαρές, τις πληγές και τα όνειρά του· να ανήκεις σε μια κοινότητα που πιστεύει στη γνώση, στον άνθρωπο και στη ζωή· και να επιμένεις, παρά τις προκαταλήψεις, να κρατάς αναμμένο το κερί της αξιοπρέπειας. Γιατί όσο αυτό το κερί μένει αναμμένο, η Ελλάδα παραμένει φως.
*Ηλίας Πέσσαχ, Αναπληρωτής Καθηγητής Αιματολογίας
