Η επιστροφή της πολιτικής αντιπαράθεσης στο κρίσιμο μέγεθος κάθε διακυβέρνησης, την οικονομία, σηματοδοτεί την άτυπη αρχή της νέας πολιτικής «χρονιάς», με την αντίστροφη μέτρηση για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και τις επικείμενες εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη να πυροδοτούν την κόντρα κυβέρνησης - αντιπολίτευσης πριν καν την ανακοίνωσή τους.
Αφορμή για να αρχίσει πλέον να «ξεδιπλώνεται» η στρατηγική Μαξίμου απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν οι τοποθετήσεις της Χαριλάου Τρικούπη μετά την αναφορά του πρωθυπουργού στην κυριακάτικη ανάρτησή του στο πρωτογενές πλεόνασμα, που όπως επεσήμανε είναι υψηλότερο από τον στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση κατά 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ. «Αρχή μας είναι τα πλεονάσματα να επιστρέφονται στους πολίτες, κάθε διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται προς όφελος της κοινωνίας» ήταν η κατάληξη του κ. Μητσοτάκη, που, άλλωστε, θα αποτελέσει και το πολιτικό περίγραμμα των ανακοινώσεων, που θα ακολουθήσουν στις 6 Σεπτεμβρίου από το βήμα της ΔΕΘ.
Το σχόλιο του εκπροσώπου τύπου του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Τσουκαλά, ότι το πλεόνασμα προήλθε «από την φοροεπιδρομή κατά της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσω της έμμεσης και άμεσης φορολογίας», με τη σημείωση ότι «την τετραετία 2020-2024 οι φορολογικές επιβαρύνσεις αυξήθηκαν πέντε φορές παραπάνω από την ονομαστική αύξηση μισθών και συντάξεων», αλλά και η συνέχεια που δόθηκε από τη Χαριλάου Τρικούπη ότι «την περίοδο 2019-24 το ΑΕΠ αυξήθηκε σε πραγματικούς (όρους) μόνο κατά 9,2% ενώ ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε συνολικά κατά 16,5%», άνοιξαν τον κύκλο μιας αντιπαράθεσης, που αφορά πλέον στην ουσία και όπως φαίνεται θα είναι η κυρίαρχη τους επόμενους μήνες.
Με το πολιτικό σκηνικό της χώρας να περνά πλέον σε ρυθμούς, που θα κλιμακώνονται πλησιάζοντας στην ώρα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης και με κοινό τόπο ότι η οικονομία είναι εκείνη που κρίνει ανέκαθεν την έκβαση των εκλογών, για το κυβερνητικό επιτελείο ο σχεδιασμός φαίνεται να είναι διττός.
Αφενός, η ανακοίνωση μέτρων, όπως αυτά της ΔΕΘ –μαζί με την υπενθύμιση όσων έχουν ήδη υλοποιηθεί– που θα αποδεικνύουν στην πράξη ότι η ανάπτυξη της οικονομίας περνά πλέον στους πολίτες, με τη μείωση της ανεργίας και της φορολογίας, καθώς και την αύξηση των εισοδημάτων να αποτελούν «στοιχήματα» που κερδίζονται, αφετέρου η αποδόμηση της ρητορικής του ΠΑΣΟΚ και η ταύτιση της Χαριλάου Τρικούπη με λογικές, που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν, διαψεύστηκαν και στοίχησαν στη χώρα.
Είναι χαρακτηριστική η πρώτη αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος κάλεσε το ΠΑΣΟΚ να απαντήσει ποιο φόρο έχει αυξήσει η κυβέρνηση – υπενθυμίζοντας ότι αντιθέτως έχουν μειωθεί 72 φόροι, όπως ο ΕΝΦΙΑ, ο φόρος εισοδήματος, οι ασφαλιστικές εισφορές και έχουν καταργηθεί η εισφορά αλληλεγγύης για τους μισθωτούς και το τέλος επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως και ο φόρος των γονικών παροχών– αποδίδοντας την αύξηση των εσόδων στη μείωση της ανεργίας, καθώς 500.000 πολίτες, οι οποίοι είναι πλέον εργαζόμενοι συνεισφέρουν στα έσοδα μέσω της φορολογίας, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Παράλληλα με τη στρατηγική της κυβέρνησης να δοθεί ευκρινώς το «πόθεν» των αυξημένων εσόδων, αναπτύσσεται και η στρατηγική της ανάδειξης του ΠΑΣΟΚ ως ένα κόμμα αναξιόπιστο, χωρίς συγκεκριμένο και, κυρίως, χωρίς κοστολογημένο πρόγραμμα, που υιοθετεί και επαναλαμβάνει «κακές» πρακτικές του παρελθόντος.
Στο τέλος της ημέρας, η κυβέρνηση επιχειρεί να ταυτίσει τη Χαριλάου Τρικούπη με τις πρακτικές του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας την αξιωματική αντιπολίτευση για συνειδητά ψέματα και άγνοια βασικών μεγεθών της οικονομίας, όπως η διαφορά μεταξύ φορολογικών συντελεστών και φορολογικών εσόδων, ακόμη και του υπολογισμού του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, όπως και για επίκληση αιτημάτων και μέτρων, χωρίς να δικαιολογεί τη χρηματοδότησή τους, παραπέμποντας στη λογική των «λεφτόδεντρων», που είχε ακολουθήσει και η Κουμουνδούρου πριν το 2015.
Η κυβέρνηση θα επιμείνει στην υπενθύμιση όσων συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία. Μιλώντας για «τίμημα των μαθητευόμενων μάγων και των πολιτικών καιροσκόπων» που πλήρωσε η χώρα και για «ακάλυπτες υποσχέσεις», το Μέγαρο Μαξίμου θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα, κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ ότι πολιτεύεται «με όρους πολιτικής εξαπάτησης ή ασχετοσύνης» – και τα δύο πολύ επικίνδυνα για τη χώρα, σημείωσε ο κ. Μαρινάκης, εξηγώντας ότι όταν, πχ, το ΠΑΣΟΚ μιλά για αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους, τότε σε αυτό το μέγεθος συμπεριλαμβάνει την επίδραση του πληθωρισμού, με τον οποίο το συγκρίνει στη συνέχεια.
Το Μέγαρο Μαξίμου, αναγνωρίζοντας ότι το πρόβλημα της ακρίβειας εξακολουθεί να αποτελεί «πληγή», μιλά για δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και όσα απομένουν ακόμη να γίνουν, αντιπαραβάλλοντας στο δικό του πρόγραμμα για να το επιτύχει, την εναλλακτική, που οι ψηφοφόροι έχουν, επιχειρώντας να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο σε σκληρούς χαρακτηρισμούς, που υιοθετεί, όπως «πολιτικοί απατεώνες», αλλά και σε θέσεις όπως η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού. «Τα λεφτά είναι συγκεκριμένα, κοστίζει 1,5 δισ. ευρώ.
«Ας έρθει το ΠΑΣΟΚ να πει στα 10 εκατομμύρια Ελλήνων ότι προτείνει να δοθούν μόνο αυτά. Να πάρουν μόνο ένα μισθό οι δημόσιοι υπάλληλοι και να μην μειωθούν κι άλλοι φόροι για τους ελεύθερους επαγγελματίες, για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, για τους δημοσίους υπαλλήλους, να μην δοθούν κι άλλα μόνιμα μέτρα στους συνταξιούχους, αλλά να έρθει να το πει αυτό το ΠΑΣΟΚ», είπε ο Παύλος Μαρινάκης.
Το ερώτημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά» θα παραμείνει από την κυβέρνηση στο «τραπέζι» ως απάντηση σε κάθε μέτρο, που η αντιπολίτευση ζητά μετ’ επιτάσεως, επιδιώκοντας να ενισχύσει με τον τρόπο αυτό την επιχειρηματολογία της ότι απέναντι στη δική της πολιτική υπάρχει μόνο ένα «άδειο βαρέλι» που κάνει θόρυβο –όπως ήταν η φράση που χρησιμοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος– και δίνοντας συνέχεια στο «στενό μαρκάρισμα», που δείχνει να υιοθετεί απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη.