Οι υποψήφιοι της ΝΔ και τα σενάρια συγκυβέρνησης με ΣΥΡΙΖΑ

Οι υποψήφιοι της ΝΔ και τα σενάρια συγκυβέρνησης με ΣΥΡΙΖΑ

Οι πολιτικές εξελίξεις στα χρόνια του Μνημονίου δεν είναι σίγουρα προβλέψιμες, ο πολιτικός χρόνος τρέχει πολύ γρηγορότερα σε σχέση με το παρελθόν, τα γεγονότα είναι πυκνά και αν κάτι έχουμε συνειδητοποιήσει άπαντες είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον βεβαιότητες. Γιατί αν στο ξεκίνημα αυτής της περιπέτειας ρωτούσε κάποιος αν θα μπορούσαν να υπάρξουν έστω και κάποιες από τις κυβερνητικές συμμαχίες που επέβαλλαν οι ανάγκες των καιρών, τι θα απαντούσαμε;  Αποκλείεται! Έλα όμως που απεδείχθη ότι ποτέ μη λες ποτέ!

Μην προεξοφλούμε λοιπόν τίποτα ούτε σε σχέση με ενδεχόμενη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ- ΝΔ; Αν η εξασφάλιση μίας υποδόσης δημιουργούσε συνθήκες επιστροφής της χώρας σε μία κανονικότητα που εκ των πραγμάτων θα απέκλειε κάτι τέτοιο, θα ήμασταν βέβαιοι. Αλλά τα δύσκολα όλοι ξέρουμε ότι είναι μπροστά, γι΄ αυτό και τα σχετικά σενάρια είναι υπαρκτά. Ακόμη και μέσα στην ίδια την προεκλογική κούρσα της ΝΔ όπου υπάρχουν δύο τουλάχιστον υποψήφιοι, οι Άδωνις Γεωργιάδης και Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίοι  δηλώνουν πηγαίνοντας προς τις κάλπες ότι αποκλείεται να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ.  

Ο κ. Γεωργιάδης δεν είναι μόνο κατηγορηματικός σε ότι αφορά στον ίδιο, αλλά έριξε το γάντι και στον μεταβατικό Πρόεδρο της ΝΔ: «Τον κ. Μεϊμαράκη τον σέβομαι. Να μας πει όμως: Θα κάνουμε συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ αν μας καλέσει; Να ξέρουμε». Όσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη όταν ρωτήθηκε εάν θα μπορούσε να συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ εάν τεθεί θέμα κυβερνητικής σταθερότητας, απάντησε αρνητικά: «Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει το παλιό κακό κατεστημένο του λαϊκισμού στη χώρα και υπό αυτές τις συνθήκες σας λέω κατηγορηματικά όχι και σίγουρα όχι με πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα».

Δεν είναι θεωρητική η συζήτηση, μεταξύ των διεκδικητών της ηγεσίας της ΝΔ υπάρχουν στοιχεία διαφορετικής προσέγγισης. Στην ουσία! Εν πολλοίς έρχονται από το περασμένο καλοκαίρι, από την προεκλογική τακτική της συναίνεσης που ακολούθησε ο κ. Μεϊμαράκης, απευθύνοντας ανοιχτή πρόσκληση προς τον ΣΥΡΙΖΑ για συνεννόηση και συγκυβέρνηση την επόμενη ημέρα. Και οι τρεις συνυποψήφιοι την έχουν  χαρακτηρίσει «λάθος» ως τακτική. Αλλά μπορεί ο μεταβατικός Πρόεδρος της ΝΔ να έχει ανεβάσει έκτοτε τους αντιπολιτευτικούς τόνους κυρίως στην οικονομία και στα εθνικά θέματα, μπορεί να θέλησε να σηματοδοτήσει και κοινοβουλευτικά το τέλος της συναίνεσης για τη ΝΔ, δύσκολα όμως μπορεί να πιστέψει κανείς ακούγοντάς τον ότι έχει αποβάλει πλήρως την προεκλογική διάθεση συνεννόησης. Τουλάχιστον σε επιμέρους σοβαρά ζητήματα.

Πως το συμπεραίνουμε; Αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι και στις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν για την, ήδη ευρισκόμενη σε κρίση, χώρα μας μίλησε ευθέως για την ανάγκη να υπάρξει «αυτή την περίοδο μία εθνική συνεννόηση και ένας εθνικός σχεδιασμός για να αποτρέψει η Ελλάδα τα χειρότερα που μπορεί να έρθουν και στην οικονομία και στα εθνικά θέματα». Και ένα από τα στελέχη της ΝΔ που όλη αυτή την περίοδο βρίσκονται πολύ κοντά στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο Ευρυπίδης Στυλιανίδης, έλεγε ξεκάθαρα μιλώντας πρόσφατα σε εκδήλωση πως «εάν το καλό της Ελλάδας απαιτεί να συνεργαστώ με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα συνεργαστώ » 

Την ώρα εξάλλου που οι άλλοι υποψήφιοι κατηγορούν σε πολύ υψηλούς τόνους την κυβέρνηση για την πολιτική της στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης μπορεί να της ασκεί επίσης κριτική, μιλά όμως, απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, για την ανάγκη «να προσπαθήσουμε από κοινού να αλλάξουμε την ευρωπαϊκή πολιτική ώστε τα hot spots να γίνουν και οι πρόσφυγες να ταυτοποιούνται στην Τουρκία». Και μη ξεχνάμε τη διαφοροποίησή του εντός του ΕΛΚ, όταν αρνήθηκε να συνυπογράψει η ΝΔ ψήφισμα που έριχνε ευθύνες στους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο μεταναστευτικό

Δεν είναι λοιπόν θεωρητική συζήτηση, πρόκειται για διαφορετική προσέγγιση υποψηφίων απέναντι σε ένα ζήτημα που μπορεί να σήμερα να μην υφίσταται ή και να ξορκίζεται από πολλούς- και στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση- παίρνει όμως κανείς όρκο ότι αποκλείεται να προκύψει στην πορεία ως αίτημα των ίδιων των αναγκών μίας χώρας που απέχει ακόμα αισθητά από την επιστροφή στην κανονικότητα;