Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2023 προσέλαβε λιγότερο τη μορφή μιας ενσυνείδητης αποχώρησης και περισσότερο εκείνη ενός πολιτικού επιλόγου που επιβλήθηκε από τη συγκυρία.
Απετέλεσε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της αποτυχίας του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να αρθρώσει, κατά την αντιπολιτευτική του πορεία, ένα συγκροτημένο και πειστικό αφήγημα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας.
Η εκ νέου εμφάνιση του ίδιου προσώπου στο πολιτικό προσκήνιο εγείρει ευρύτερα ερωτήματα: είναι άραγε δυνατή η επανείσοδος στην κεντρική πολιτική, χωρίς ο κίνδυνος της επανάληψης να ακυρώνει την αξίωση της ανανέωσης; Και άνναί, σε τί αποβλέπει το εγχείρημα αυτό, στην επανόρθωση, στη λύτρωση ή στη συνέχιση ενός ατελούς σχεδίου;
Η επιστροφή ενός ηγέτη δεν αποτελεί τεχνικό ζήτημα ηγεσίας· προϋποθέτει τον επανεπαναπροσδιορισμό τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ήδη από την εποχή της πρωθυπουργίας του, υπήρξε πρόσωπο διχαστικό: ταυτοχρόνως εκφραστής του ριζοσπαστισμού και διαχειριστής μιάς ταχύρρυθμης προσαρμογής στον πραγματισμό της εξουσίας. Το 2025, πλέον, η τύχη της επανεμφάνισής του θα εξαρτηθεί απο εκείνα εκείνα που θα πρέπει τώρα να δικαιολογήσει.
Καμμία πολιτική επανεμφάνιση δεν είναι βιώσιμη εάν δεν συνοδεύεται από ένα πειστικό αφήγημα. Ο ηγέτης που επανεμφανίζεται στο προσκήνιο δεν αρκεί να επικαλεστεί το παρελθόν του· χρειάζεται να δείξει τί νέο έχει να προσφέρει, τί έχει κατανοήσει και πώς έχει αλλάξει.
Το ερώτημα είναι, λοιπόν, ουσιαστικό: τί διαφορετικό έχει να πεί ο Τσίπρας του 2025 από εκείνον του 2015 ή του 2019; Άν τότε υπήρξε σύμβολο ρήξης και, στη συνέχεια, διαχειριστής της αναγκαστικής προσαρμογής, ποιό ρόλο διεκδικεί τώρα; Του ώριμου πολιτικού;
Το ζητούμενο είναι το περιεχόμενο που θα προσδώσει στην επάνοδό του: ποιά πολιτική πρόταση τη συνοδεύει, με ποιούς ανθρώπους θα την υλοποιήσει, και πώς θα πείσει τους πολίτες ότι πρόκειται για κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από το χθες. Ποιό είναι το ιδεολογικό και οργανωτικό περιεχόμενο αυτού του νέου φορέα πολιτικής αλλαγής;
Πόσο αυθεντικός είναι ένας παλαιός πρωταγωνιστής σε ένα νέο παιχνίδι; Χωρίς πειστικές απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα, η πολιτική πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα, κινδυνεύει να εκληφθεί ως ανακύκλωση ενός παρελθόντος που έχει ήδη κλείσει τον κύκλο του.
Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι η Ελλάδα του 2012. Το πολιτικό σκηνικό είναι πλέον πολυκερματισμένο, η πίστη στους θεσμούς διαρκώς φθίνει, ενώ η ίδια η έννοια της πολιτικής αντιπροσώπευσης τελεί υπό κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τσίπρας έχει απέναντί του έναν διάχυτο κυνισμό της κοινωνίας.
Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό δυνητικής ψήφου του παραμένει αξιοσημείωτο, και σε ένα αποσταθεροποιημένο τοπίο μπορεί να καταστεί κέντρο βαρύτητας για νέους συσχετισμούς στην κεντροαριστερά.
Ωστόσο, για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό, χρειάζεται μιά νέα ποιότητα λόγου· όχι μία ρητορική που επενδύει στη σύγκρουση, αλλά μία ρητορική που να εκπέμπει αξιοπιστία, σοβαρότητα και εσωτερική συνοχή, στοιχεία ικανά να αγγίξουν βαθύτερα την ανάγκη των πολιτών να πιστέψουν ξανά σε κάτι.
Η πολιτική επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε αδύνατη. Είναι εν δυνάμει. Και η πραγματοποίησή της εξαρτάται λιγότερο από τις δημοσκοπήσεις και περισσότερο από το βάθος της πολιτικής του μεταστροφής. Δεν πρόκειται για μιά δεύτερη ευκαιρία, αλλά για μιάδιαφορετική ευθύνη: να αρθρώσει έναν λόγο που να μην θυμίζει τίποτε από τα προηγούμενα, και συγχρόνως να αναγνωρίζει πλήρως το παρελθόν του. Η πολιτική αλλαγή δεν είναι υπόσχεση, είναι μεταμέλεια που γίνεται σχέδιο.
Η εικόνα του επιστρέφοντος ηγέτη που δεν λογοδότησε ουσιαστικά για το παρελθόν του, αλλά το διεκδικεί ως αφετηρία για το μέλλον, παράγει μιά αίσθηση πολιτικού déjàvu, μιάν αμηχανία που δύσκολα μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.