Κυριακή πρωί και αποφάσισα να ξεκινήσω την ανάγνωση των εφημερίδων από Το Βήμα και τη συνέντευξη που παραχώρησε εκεί ο πρώην πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς.
Σε ένα σημείο της συνέντευξης, ο κ. Σαμαράς αναφέρεται στην υπόθεση με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και στο τι θα πρέπει να γίνει με τον αγροτικό τομέα. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Απαιτείται ένας νέος σύγχρονος κρατικός φορέας που θα διανέμει με διαφάνεια τους ευρωπαϊκούς πόρους και ταυτόχρονα θα καθοδηγεί τον αγροτικό κόσμο στην παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη κυρίως εξαγωγική αξία.»
Προφανώς ο σκοπός της συνέντευξης είχε άλλο νόημα και δεν θα μπορούσε ο πρώην πρωθυπουργός να επεκταθεί περισσότερο πάνω σε αυτό το θέμα, δίνοντας διευκρινήσεις. Όμως η αναφορά του συγκεκριμένα (στην ανάγκη) για «παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη κυρίως εξαγωγική αξία» αναπόδραστα κινητοποίησε σκέψεις και ίσως το φόβο ότι ενδεχομένως δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς η συνθετότητα των θεμάτων του πρωτογενούς τομέα παραγωγής στην Ελλάδα.
Γενικά, το ζητούμενο για τον πρωτογενή τομέα παραγωγής (και όχι μόνο την αγροτική παραγωγή) είναι η ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων σε ένα περιβάλλον έντονων κανονιστικών περιορισμών και πολλών εναλλακτικών, και όχι απλά η παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη κυρίως εξαγωγική αξία.
Η ιστορική εμπειρία της χώρας μας πάνω σε αυτό το θέμα είναι και πλούσια και επώδυνη. Κορυφαία επώδυνη εμπειρία αποτελεί η Σταφιδική Κρίση τη δεκαετία του 1890. Οι μικροί κλήροι που χαρακτηρίζουν διαχρονικά την αγροτική παραγωγή στη χώρα μας, οδήγησαν τους γεωργούς σε καλλιέργειες προϊόντων με προστιθέμενη κυρίως εξαγωγική αξία, όπως ήταν οι ελιές και η σταφίδα. Η καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων τη δεκαετία του 1880, είχε οδηγήσει τους Γάλλους οινοπαραγωγούς στην εισαγωγή ελληνικής σταφίδας για να αναπληρώσουν τις απώλειες.
Η κάθετη αύξηση της ζήτησης, αύξησε την τιμή της σταφίδας και την κερδοφορία των παραγωγών και των εμπόρων. Είχαν φτάσει στο σημείο να ξεριζώνουν στην Πελοπόννησο ελιές και άλλες καλλιέργειες και να φυτεύουν μόνο σταφίδα για εξαγωγή. Η χαρά όμως δεν κράτησε πολύ! Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 η κατάσταση στη γαλλική αγορά άλλαξε, η ζήτηση έπεσε κάθετα και βρέθηκαν καλλιεργητές και έμποροι στην Ελλάδα να χρεοκοπούν με γεωμετρική πρόοδο, κατάσταση που εξελίχθηκε γρήγορα σε τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα.
Σχετικά πρόσφατα και άλλα κράτη την πάτησαν υπολογίζοντας στην παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη κυρίως εξαγωγική αξία. Αναφέρω ακόμα δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Με τη διπλωματική κρίση που ξέσπασε μεταξύ του Κατάρ και των υπολοίπων Αραβικών κρατών του Κόλπου το 2017, το Κατάρ, όντας εξαρτώμενο από εισαγωγές για όλες του σχεδόν τις ανάγκες, ξέμεινε από αγροτικά προϊόντα. Την ανάγκη αυτή έσπευσε να καλύψει η Τουρκία, κάνοντας μαζικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στο Κατάρ και σε τιμές διπλάσιες και τριπλάσιες από αυτές που πωλούνταν τα αντίστοιχα προϊόντα στην τουρκική αγορά.
Έτσι, ένα χρόνο μετά, δημιουργήθηκε τεράστιο έλλειμμα τροφοδοσίας σε αγροτικά προϊόντα μέσα στην τουρκική αγορά και όσα υπήρχαν πωλούνταν σε τιμές αδιανόητες για τον τούρκο καταναλωτή. Λίγο έλλειψε να γίνει η Κρίση των Κρεμμυδιών τότε στην Τουρκία τεράστιο πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση Ερντογάν, όπου αναγκάστηκε να παρέμβει στην αγορά και να φέρει μια κάποια εξομάλυνση στα πράγματα.
Μια άλλη περίπτωση είναι οι καλύτερες οικονομικές απολαβές για τους καλλιεργητές της Λατινικής Αμερικής, από την παραγωγή αγροτικών προϊόντων που προορίζονταν για βιοκαύσιμα. Έπαψαν να καλλιεργούν λαχανικά, και άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να φυτεύουν γαϊδουράγκαθα, με αποτέλεσμα οι αγορές τους από εξαγωγείς λαχανικών και φρούτων να γίνουν εισαγωγείς, με σημαντική επιβάρυνση των νοικοκυριών και του εμπορικού τους ισοζυγίου.
Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλή συνθετότητα, μεταβλητότητα και αβεβαιότητα. Αρκεί μια μεταβολή των καιρικών συνθηκών (ξηρασίες, πλημμύρες, παγετοί, κλπ), μια ασθένεια (σε φυτά ή ζωικό κεφάλαιο), μια γεωπολιτική συγκυρία, και να ανατραπούν όλα!
Η δε εξαγωγή αγροτικών προϊόντων με προστιθέμενη αξία, ουσιαστικά αφορά ήδη ανταγωνιστικά προϊόντα – με καθαρά οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια – και στη συνέχεια η προστιθέμενη αξία να προκύπτει από την συνεισφορά του δευτερογενούς (μεταποίηση) και τριτογενούς τομέα παραγωγής (πχ μάρκετινγκ, δίκτυα διανομής, logistics) επάνω σε αυτά τα προϊόντα.
Άρα, η στόχευση θα πρέπει να βλέπει σε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα αντιμετωπίζει ως ενιαίο σύνολο τους τρείς τομείς παραγωγής, δεν θα διαφοροποιεί τις αγορές σε εγχώριες και εξαγωγικές – όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος - και για να ευλογήσω και τα γένια των συναδέλφων μου διεθνολόγων, θα πρέπει πλέον κάθε μελλοντική εκτίμηση να περιλαμβάνει οπωσδήποτε περιβαλλοντικές και διεθνοπολιτικές μελέτες. Γιατί θέλει χρόνια να στήσεις μια ανταγωνιστική οικονομία, και μόνο μερικά λεπτά της ώρας για να καταστραφεί!
Επίσης, ένας ανταγωνιστικός πρωτογενής τομέας παραγωγής πρέπει να χαρακτηρίζεται και από τη σχετική ετοιμότητα να ανταποκριθεί σε ξαφνικές και πιεστικές ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς. Θα ξανα αναφερθώ στην Τουρκία και στην ετοιμότητα που επέδειξε φέτος στην Κρίση των Αυγών που προέκυψε στις ΗΠΑ. Και ετοιμότητα δεν σημαίνει μόνο ικανότητα να εκμεταλλευτείς το timing. Ετοιμότητα σημαίνει κάτι πολύ ευρύτερο. Κανείς ελληνοαμερικανικός για παράδειγμα δεν σκέφτηκε να γεμίσει όλη τη βόρεια Αμερική με Greek Yogurt; Έ, αντί για εμάς, το σκέφτηκε ένας Τούρκος και έγινε δισεκατομμυριούχος!
*Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι διεθνολόγος και συγγραφέας