Δυστυχώς, η Πολιτεία φαίνεται να μην έχει διδαχτεί τίποτα από τις αποτυχίες του Δεκεμβρίου του 2008, όταν - με πρόφαση μια τραγική δολοφονία ενός νέου ανθρώπου - η κρατική εξουσία εκχωρήθηκε στους κάθε λογής μπαχαλάκηδες και ασχημονούντες. Η συντεταγμένη πολιτεία υποχώρησε, ο νόμος καταλύθηκε και η αστυνομία, επιδεικνύοντας μια ακατανόητη αδράνεια, ντρόπιασε τη στολή της.
Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου τα λόγια που μου μετέφερε φίλος αστυνομικός, ως προσταγή από τον ασύρματο προς τους συναδέλφους του:
«Μην ενεργείτε!»
Ήταν μια στιγμή κατά την οποία η έννομη τάξη πέταξε λευκή πετσέτα. Μια στιγμή που θα μπορούσε να διδάξει πολλά, αν θέλαμε να μάθουμε.
Και όμως, φαίνεται πως εκείνος ο μακρινός Δεκέμβρης δεν μας δίδαξε τίποτα. Πάλι επιχειρήθηκε «κατευνασμός». Πάλι αποφασίστηκε «ήπια αντιμετώπιση». Πάλι ο Νόμος και η Τάξη κατέρρευσαν στο όνομα ενός δήθεν «δίκαιου αγώνα».
Κάτι που η θεωρία της «σπασμένης βιτρίνας» (Broken Windows Theory, Wilson & Kelling) έχει εξηγήσει εδώ και δεκαετίες: όταν η Πολιτεία δείχνει αδράνεια ή ανοχή απέναντι σε μικρές ή μεγαλύτερες παρανομίες, αυτές πολλαπλασιάζονται, ριζώνουν και τελικά νομιμοποιούνται κοινωνικά.
Ο κατευνασμός δεν απέδωσε ποτέ. Ούτε του Τσάμπερλεϊν απέναντι στον Χίτλερ, ούτε των Ευρωπαίων και των Αμερικανών απέναντι στον Πούτιν. Και φυσικά δεν πρόκειται να αποδώσει απέναντι σε σκληρά παραβατικούς.
Η κοινωνιολογική προσέγγιση του της Θεωρίας του Κοινωνικού Ελέγχου (Hirschi) μας θυμίζει, ότι οι άνθρωποι δεν συγκρατούνται από εγκληματικές πράξεις επειδή «φοβούνται»· συγκρατούνται επειδή το κράτος, οι θεσμοί και οι κοινωνικοί δεσμοί λειτουργούν ως σταθερά και προβλέψιμα συστήματα ορίων. Όταν αυτά διαλύονται, η παραβατικότητα ανθίζει.
Με άλλα λόγια: η ανοχή στην παρανομία αποθρασύνει· ο παραβάτης δεν μπαίνει ποτέ στη λογική της αυτοσυγκράτησης. Γιατί να το κάνει;
Οι παραβάτες καταφεύγουν στις λεγόμενες «τεχνικές εξουδετέρωσης»: δικαιολογούνται, θυματοποιούνται, αποδίδουν ευθύνη σε άλλους. Όσο το κράτος τους χαρίζει χώρο, τόσο περισσότερο νιώθουν ότι δικαιούνται να παρανομούν.
Η ανοχή στο κοινωνικά προκλητικό κλείσιμο δρόμων έδωσε αέρα στα πανιά των πάσης φύσεως ποινικών που υπήρχαν πάντα και σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Ας μην κοροϊδευόμαστε: οι παραβατικοί συμπεριφέρονται παντού και πάντα το ίδιο. Μόνο οι μάσκες αλλάζουν, όχι οι προθέσεις.
Οι ίδιοι που σφάζονται για ένα χωράφι ή για λίγα ζώα, βαφτίζονται «αγανακτισμένοι αγρότες» στις κινητοποιήσεις.
Οι ίδιοι που πουλούν ναρκωτικά και προστασία, εκείνοι που το έχουν ως μέσο βιοπορισμού, παρουσιάζονται ως φανατικοί οπαδοί και κρύβονται πίσω από οπαδικά επεισόδια.
Οι ίδιοι που μπορεί να σκοτώσουν για μια θέση πάρκινγκ, εμφανίζονται ως «κοινωνικοί αγωνιστές», συνδικαλιστές ή «δικαιωματιστές».
Κι εδώ ταιριάζει απόλυτα ο Merton και η Θεωρία της Ανομίας: όταν το κράτος δείχνει αδυναμία να επιβάλει κανόνες, τότε οι κοινωνικές νόρμες χαλαρώνουν, η χρήση «παρακαμπτήριων» γίνεται θεμιτή, και η παράβαση εμφανίζεται σχεδόν ως αποδεκτή στρατηγική επιβίωσης.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης, η οποία στηρίχθηκε στο δόγμα «Νόμος και Τάξη» για να πετύχει ευρείες λαϊκές πλειοψηφίες, είναι μεγάλες. Ο φόβος της φθοράς, μετά από σχεδόν επτά χρόνια διακυβέρνησης — έστω κι αν παίζει χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο — φαίνεται πως οδηγεί στο να λειαίνονται οι γωνίες και να εξωραΐζονται καταστάσεις.
Οι παρανομίες αντιμετωπίζονται με μια στρεβλή «κατανόηση», που εξοργίζει όλους εκείνους που δεν στρέφονται κατά του κράτους και της κοινωνίας για να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Η αστυνομία εξευτελίζεται και χάνει το γόητρό της, όταν τα στελέχη της ξυλοκοπούνται δημοσίως.
Η τιμημένη στολή της ΕΛ.ΑΣ γίνεται πουκάμισο αδειανό.
Και εδώ έρχεται η θεμελιώδης θέση του Max Weber: Το κράτος υπάρχει, μόνο όταν κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας.
Όποτε το μονοπώλιο αυτό αμφισβητείται - είτε από παραβάτες είτε από πολιτική απραξία – το κράτος παύει να είναι κράτος και μετατρέπεται σε διακοσμητική δομή με σημειολογικό ρόλο.
Δεν θα κουραστώ να το γράφω:
Όποιος ασχημονεί κατά αστυνομικών, φτύνει κατάμουτρα την κρατική υπόσταση.
Καταφέρει πλήγμα στο κύρος των κρατικών μηχανισμών, αποστερώντας τους την ρώμη και τη νομιμοποίηση που χρειάζονται για να εκπληρώσουν την αποστολή τους.
Όποιος φτύνει κατά πρόσωπο τη συντεταγμένη πολιτεία, προσβάλλει βάναυσα την κοινωνία, το δημοκρατικό πολίτευμα, την έννομη τάξη - αλλά και κάτι βαθύτερο:
Αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη της κρατικής οντότητας.
Είναι εχθρός του λαού και κοινωνικός παρίας.
Αν η αυτοϋπονόμευση του κράτους γίνει κανόνας, τότε η ευταξία και η ευνομία θα μετατραπούν σε εξαιρέσεις.
Και όπως έγραφε ο Durkheim, όταν η κοινωνία εισέρχεται σε κατάσταση ανομίας, το έδαφος για βία, αυθαιρεσία και κοινωνική διάλυση είναι πλέον πρόσφορο.
Καιρός να αντιληφθούμε όλοι - και κυρίως οι κυβερνώντες - πως στον 21ο αιώνα κανείς δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται τον «αγώνα» του για να παρανομεί.
Αυτές οι εποχές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Ή… μήπως όχι;
*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης.
