Η Βουλγαρία δίδαξε βαλκανική πολιτική

Η Βουλγαρία δίδαξε βαλκανική πολιτική

Στα Βαλκάνια η ιστορία κυλάει αργά, είναι παρούσα και δεν αφήνει πίσω της ξεχασμένους τους αιώνες. Ή όπως τραγούδησε ο Νιόνιος δεν είναι παίξε γέλασε. Προχθές η Βουλγαρία και το κράτος των Σκοπίων υπέγραψαν το πρωτόκολλο Συνθήκης Φιλίας, Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας.

Μόνο που αυτό εμπεριέχει διττή ιδιαιτερότητα: Αφενός η Βουλγαρία δεν αναγνωρίζει τη γλώσσα τους ως «μακεδονική» (και τα Σκόπια το αποδέχονται), όπως αποδέχονται κατ΄ απαίτηση της Βουλγαρίας, και την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στο κράτος τους (αυτό πράγματι είναι good policy).

Εκ μέρους της Βουλγαρίας η υπουργός Τεοντόρα Γκεντσόφσκα δήλωσε ότι «η Βουλγαρία δεν έχει υποχωρήσει από τη θέση της σε ό,τι αφορά την επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας. Τηρούμε πλήρως την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης». Υπενθύμισε δε ότι η Σόφια δεν αναγνωρίζει τη γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας».

Αυτό θα ισχύσει βέβαια μόνο για τη Βουλγαρία, γιατί όπως εξήγησε «τα άλλα 26 μέλη της ΕΕ έχουν τις δικές τους θέσεις και δεν μπορούμε να τα υποχρεώσουμε να δεχτούν τη δική μας».

Η πραγματική διαπραγμάτευση για την ένταξη στην ΕΕ αναμένεται να ξεκινήσει αφού το κράτος των Σκοπίων αναθεωρήσει το σύνταγμά του, αποκηρύξει την καθολικότητα της γλώσσας του για όλους, και συμπεριλάβει σε αυτό την αναγνώριση της βουλγαρικής μειονότητας «σε ίση βάση με τις άλλες εθνότητες».

Φυσικά, υπάρχει μια υποχώρηση και εκ μέρους της Βουλγαρίας, η οποία θεωρούσε ότι οι Σκοπιανοί είναι Βούλγαροι. Αλλά οι πιέσεις δυτικών και Αμερικανών ήταν τεράστιες, χάρις στο Ιερό Δισκοπότηρο, την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.

Ωστόσο, στο εσωτερικό των Σκοπίων η υποχώρηση στη Βουλγαρία δεν ήχησε ευχάριστα. Το κλίμα έγινε θερμό καθώς διαδηλωτές επί διαδοχικές ημέρες διαδήλωναν μπροστά από το κτήριο της κυβέρνησης και απαιτούσαν την απόρριψη της Βουλγαρικής απαίτησης. Το ότι έτσι δεν θα ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις ήταν δευτερεύον για την αντιπολίτευση.

Αντιθέτως, κλίμα ευαρέσκειας επικράτησε σε Βρυξέλλες, Ουάσιγκτον και Τίρανα. Πλέον αναμένεται σύντομα να ανακοινωθεί διακυβερνητική διάσκεψη στην οποία θα δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Λογικό να χαίρονται τα Τίρανα. Η Ελλάδα έχοντας (σωστά) επικεντρώσει την προσοχή της στον επιθετικό Γολιάθ της Τουρκίας, βρέθηκε χαλαρή στο βαλκανικό υποβόσκον ηφαίστειο, και μετά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ.

Η χώρα μας δεν πίεσε τα Τίρανα για ψήφιση νόμου που αναγνώριζε την ελληνική μειονότητα (στην απογραφή του 2012 υπήρξε απαγόρευση αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων) και θα διευθετούσε το θέμα του σεβασμού των ελληνικών περιουσιών.

Υποτίθεται ότι αυτά θα υλοποιηθούν κατά την πολυετή πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αλλά και στις υποχρεώσεις των Σκοπίων με βάση τη συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρξε εκ των υστέρων εκ μέρους μας κάποια απαίτηση συμμόρφωσης (χάρτες, βιβλία, τοπόσημα, κλπ).

Το πρόβλημα των λιλιπούτιων Σκοπίων με τα δύο εκατομμύρια πληθυσμό δεν είναι έλασσον. Αποτελούν ένα κατασκευασμένο κράτος με κατασκευασμένη εθνική συνείδηση, και είναι πάντα επιρρεπή στην αποσταθεροποίηση, καθώς το εποφθαλμιούν Σέρβοι, Αλβανοί και Βούλγαροι.

Η μόνη που δεν είχε βλέψεις είναι η Ελλάδα. Οι ελληνικές λαϊκές αντιδράσεις ήταν οι μόνες αμυντικές καθώς αφορούσαν τη διεκδίκηση της ιστορίας και της ταυτότητας. Αλλά από όλα τα κράτη που εν αντιθέσει με μας εποφθαλμιούν τη διάλυση των Σκοπίων, μόνο εδώ οι αμύντορες λοιδορήθηκαν από τον αριστερό διεθνισμό και τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό, ως «Βουκεφάλες» και εθνικιστές (όχι ότι δεν υπήρχαν και αυτοί στο πλήθος, αλλά ήταν ελάχιστοι. Η πλειοψηφία αγνοί πατριώτες).

Όπως και να έχει, το σταυρόλεξο των Βαλκανίων εξακολουθεί να είναι δυσεπίλυτο. Χώρες όπως η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία -Ερζεγοβίνη, δεν έλκονται πλέον από την ευρωπαϊκή προοπτική και σε αυτό φταίει η ΕΕ. Τους έταξε και τους ξέχασε. Τα προβλήματα που φέρνει ο πόλεμος είναι πρόσθετος παράγοντας αναταραχής στο εσωτερικό τους, σε κοινωνίες φτωχές όπου η αποδοχή των θεσμών δεν είναι αυτονόητη και συστατικό στοιχείο της κουλτούρας τους.

Προς το παρόν πάντως οι μόνοι χαμένοι στη βαλκανική διπλωματική διελκυστίνδα, είμαστε εμείς.