Η Άννα Διαμαντοπούλου ήταν πράγματι και κατά γενική ομολογία η πιο σοβαρή απ´ όλους όσους κατέβηκαν υποψήφιοι στο ΠΑΣΟΚ πέρυσι για την προεδρία. Και ήταν η μόνη που εθεωρείτο κατά κάποιο τρόπο «πρωθυπουργίσιμη».
Είχε όμως και δύο εξίσου σοβαρά μειονεκτήματα.
Πρώτον τη στάμπα της «δεξιάς» και την καχυποψία που αυτό προκαλούσε στον μέσο οπαδό του ΠΑΣΟΚ αλλά και τη μακρόχρονη απουσία της από τα κομματικά δρώμενα, πράγμα που εκμεταλλεύθηκαν οι αντίπαλοί της.
Αναμενόμενο ήταν να ηττηθεί, αν και το αρκετά χαμηλό ποσοστό που πήρε, προκάλεσε εντύπωση.
Από κει και πέρα θα έλεγε κανείς ότι είχε δύο επιλογές.
Ή να πάει σπίτι της με αξιοπρέπεια και με ψηλά το κεφάλι, έστω παρεμβαίνοντας όποτε έκρινε απαραίτητο, ή να μείνει και προσπαθώντας να αποτινάξει τη στάμπα της «δεξιάς», να εκτρέπεται κάθε μέρα και περισσότερο σε πολιτικές συμπεριφορές που καμιά σχέση δεν έχουν με το προφίλ της σοβαρής μεταρρυθμίστριας που έχτιζε επιμελώς και επί χρόνια.
Επέλεξε το δεύτερο.
Και είναι χαμένη από χέρι. Γιατί όπως και να’ χει το βαθύ ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να την αγαπήσει ποτέ. Και η ίδια φαίνεται πια να χάνει και τους σοβαρούς κεντρώους, στους οποίους μέχρι τώρα απευθυνόταν.
Και γιατί παριστάνει κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι αλλά αισθάνεται ότι πρέπει να το κάνει μέσα στα πλαίσια ενός άτυπου ανταγωνισμού με τους υπόλοιπους της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ.
Κι ενώ εκείνοι έχουν το σχετικό know how, αυτή δεν το έχει. Και προσπαθώντας να τους υπερκεράσει, πολιτεύεται άτσαλα και αδέξια σ ’ένα γήπεδο που δεν είχε μάθει ποτέ να παίζει.
Το πρόσφατο «χαριτωμένο» στόρι με το κύπελλο του Πυθαγόρα με το οποίο παρομοίασε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήταν η επιτομή της αφέλειας με μια δόση γελοιότητας.
Η Άννα εδώ και λίγο καιρό, «δεν μένει πια εδώ».
Κρίμα.