Χαρτογραφώντας τη στρατηγική των κομμάτων
Shutterstock
Shutterstock
Εκλογές 2023

Χαρτογραφώντας τη στρατηγική των κομμάτων

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Το αδύνατο συχνά συμβαίνει ενώ εκείνο που φαντάζει αναπόφευκτο όχι. Οριστική απάντηση συνεπώς στο σημαντικότερο πολιτικό ερώτημα του 2023 – αν θα υπάρξει ή όχι αυτοδύναμη κυβέρνηση - προκαταβολικά και οριστικά δεν μπορεί να δοθεί. Ας κρατήσουμε αυτή τη διαπίστωση ως τη μόνη πολιτική βεβαιότητα της νέας χρονιάς. 

Αυτό που μπορούμε να διερευνήσουμε πάντως είναι ποιο από τα δύο σενάρια συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ευδοκιμήσει. Στην προσπάθεια αυτή μπορεί να βοηθήσει η ανάλυση της τωρινής στρατηγικής των κομμάτων και η κατανόηση της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος σε αντίστοιχα διλήμματα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Έχοντας αυτά ως δεδομένα υποστηρίζω ότι το σενάριο μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας συγκεντρώνει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από εκείνο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, ανεξαρτήτως από το ποια κόμματα θα συμμετείχαν και ποιο επικοινωνιακό προσανατολισμό («προοδευτική», «έκτακτης ανάγκης», κλπ) θα είχε αυτή. 

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον λόγοι που ενισχύουν αυτή την εκτίμηση. Ο πρώτος έχει να κάνει με την εκλογική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ. Σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφονται το ΠΑΣΟΚ έχει ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους. Το ιδανικό εκλογικό αποτέλεσμα γι΄αυτό θα ήταν να ενισχύσει (διπλασιάσει τουλάχιστον) τα ποσοστά του σε ένα μετεκλογικό σκηνικό με αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και έναν ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογική αποδρομή -σκηνικό που θα δημιουργούσε τις συνθήκες για να διεκδικήσει σε δεύτερο χρόνο ηγεμονικό ρόλο στο χώρο της κεντροαριστεράς. Η προοπτική αυτή θα εξασφάλιζε αφενός πολιτικό χρόνο και ηρεμία στον αρχηγό του αφετέρου θα κρατούσε ζωντανό το πολιτικό αφήγημα μιας «προοδευτικής κυβέρνησης με σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο». 

Η εκπλήρωση, ωστόσο, αυτού του στόχου επιδιώκεται μέσω μιας στρατηγικής που έχει δείξει τα (περιορισμένα) εκλογικά όρια της. Μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και εν μέσω νέων, αλυσιδωτών διεθνών κρίσεων με εσωτερικό αντίκτυπο, το αφήγημα του «ούτε – ούτε» δεν απαντά στην ανάγκη πολιτικής σταθερότητας που έχει ανάγκη η χώρα, επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας μεγάλης μερίδας των πολιτών οδηγώντας τους σε πιο «ασφαλείς» εκλογικές επιλογές, ενώ απογοητεύει και ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του που επιθυμούν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για το κόμμα τους, έστω και μέσω κυβερνήσεων συνεργασίας. 

Προσφάτως επιχειρήθηκε μια «διορθωτική» κίνηση ώστε να μην αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια κυβέρνηση συνεργασίας ικανής «να στείλει τη Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση». Ο ελιγμός αυτός μάλλον περιπλέκει τα πράγματα. Πρώτον γιατί (γνωρίζουν ότι) δεν πρόκειται για ένα ρεαλιστικό σενάριο και δεύτερον γιατί ακόμη και να ήταν, θα ήταν εφικτό μόνο σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η προοπτική αυτή μπορεί να ικανοποιεί το «αντιδεξιό» και «αντιμητσοτακικό» φαντασιακό πολλών κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, προσφέροντας «ανάσα» στην ασφυκτική πίεση που δέχεται η ηγεσία του, αλλά το αποξενώνει περισσότερο από μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που βλέπουν αρνητικά τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον όταν αξιολογούν την Κυβέρνηση Μητσοτάκη θετικά σε μια σειρά από δημόσιες πολιτικές. 

Συμπερασματικά, από το 2015 και μετά η εκλογική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ έχει εγκλωβίσει τον πολιτικό του λόγο σε ένα «μονοπάτι εξάρτησης» που δεν επιτρέπει την επίτευξη των εκλογικών του στόχων μέσω της συμμετοχής του σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας. Το μονοπάτι αυτό θα μπορούσε ίσως να αλλάξει ένα χρόνο πριν, με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη. Μια πιθανή εναλλακτική στρατηγική εκλογικής ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ θα ήταν τότε η έγκαιρη αποτύπωση ενός ισχυρού προγραμματικού λόγου που θα έδινε πειστικές απαντήσεις σε σημαντικά κοινωνικά προβλήματα και επί τη βάση του οποίου θα καλούσε τα υπόλοιπα κόμματα να τοποθετηθούν στο ενδεχόμενο μιας μετεκλογικής συνεργασίας, υπερβαίνοντας δημιουργικά και με εθνικά υπεύθυνο τρόπο το δίλημμα που άλλοι θέτουν σήμερα για λογαριασμό του. Κάτι τέτοιο ωστόσο δε συνέβη και μάλλον είναι αργά να συμβεί. 

Ο δεύτερος λόγος που ενισχύει την προοπτική μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ είναι η εξαιρετικά χαμηλή πιθανότητα να επαληθευθεί μια «χαλαρή ψήφος» προς το κυβερνών κόμμα. Χαλαρή ψήφος ως ένδειξη απογοήτευσης ή δυσαρέσκειας έχει επαληθευθεί εμπειρικά στη χώρα μας στις ευρωεκλογές ή τις αυτοδιοικητικές εκλογές αλλά όχι στις εθνικές. Ακόμη και όταν επαληθεύτηκε, συνέτρεχαν κατά βάση δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, μια διαφαινόμενη «άνετη» επικράτηση του πρώτου κόμματος, τέτοια που να επιτρέπει «εκ του ασφαλούς» σε έναν ψηφοφόρο με ισχυρό (ιδεολογικό, συναισθηματικό, προσωπικό) κομματικό δεσμό να εκπέμψει ένα διαφορετικό πολιτικό μήνυμα και, δεύτερον, το διακύβευμα των εκλογών δεν ήταν σημαντικό. Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δε συντρέχει σήμερα. Αντίθετα, η αβεβαιότητα του εκλογικού αποτελέσματος κρατά σε ένα «εκλογικό άγχος» τους κυβερνώντες, αρκούντως δημιουργικό ώστε να αντιληφθούν, να προλάβουν ή/και να μετριάσουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, αποδυναμώνοντας την πιθανότητα χαλαρής ψήφου. 

Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την εμπεδωμένη συμπεριφορά των κομμάτων και του εκλογικού σώματος μπροστά στο ενδεχόμενο κυβερνήσεων συνεργασίας. Το ζήτημα τίθεται, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, σε αξιολογική βάση. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί λόγοι που μια αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι πιο αποτελεσματική και επομένως προτιμότερη για τη χώρα μας, όπως υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι πιο αποδοτική π.χ. στη Γερμανία. Καλώς ή κακώς στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση και μετά, οι κυβερνήσεις συνεργασίας βιώθηκαν και εγγράφηκαν στη συλλογική πολιτική μνήμη ως έσχατη λύση και ως μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» από την οποία ένα κόμμα πρέπει να βγει γρήγορα αν θέλει να επιβιώσει και να κυριαρχήσει πολιτικά. 

Η μνήμη αυτή είναι σήμερα αρκούντως ζωντανή σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον που να αποτρέπει τη δημιουργία εκείνης της πολιτικής συνθήκης που θα οδηγούσε σε μια βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας: Χαμηλοί πολιτικοί τόνοι και ευρύς δημόσιος διάλογος γύρω από το ενδεχόμενο προγραμματικών συγκλίσεων σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Το εκλογικό κοινό που βιώνει ίσως με τη μεγαλύτερη απογοήτευση και δυσφορία αυτήν την κατάσταση και που πιθανότατα με τη ψήφο του θα κρίνει την προοπτική αυτοδυναμίας είναι εκείνο που είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα όσα θετικά έγιναν τα τελευταία χρόνια επισημαίνοντας ωστόσο, κριτικά και χωρίς ανούσιους αφορισμούς, λάθη, παραλείψεις και αδυναμίες. 

*Ο Δημήτρης Μαρίτσας είναι πολιτικός επιστήμονας