Το Δόγμα Μητσοτάκη

Το Δόγμα Μητσοτάκη

Έχοντας ζήσει στην Ουάσινγκτον περίπου μία επταετία, μπορώ να πω με μεγάλη βεβαιότητα ότι η παρουσία του πρωθυπουργού έτυχε θερμότατης υποδοχής από τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Η λέξη θερμότατη όμως δεν αρκεί. Διότι η παρουσία του κ. Μητσοτάκη εμπεριείχε μέσα της την καθολική αναγνώριση ορισμένων πολύ σημαντικών επιλογών που έχει κάνει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια. 

Πρώτα και κύρια, η Ουάσινγκτον κατάλαβε και αναγνώρισε την θαρραλέα στάση του Έλληνα πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και μικρού τμήματος της αντιπολίτευσης ως προς τη ρωσική εισβολή και τον απάνθρωπο πόλεμο που διεξάγει το Κρεμλίνο στην Ουκρανία. Αυτή η ξεκάθαρη, χωρίς αστερίσκους, στήριξη της Ελλάδας προς τη δοκιμαζόμενη Ουκρανία κάθε άλλο παρά δεδομένη μπορούσε να θεωρηθεί. Η χώρα μας, εδώ και δεκαετίες - ίσως και αιώνες - προσπαθούσε πάντα να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία, ανεξαρτήτως του πόσο απάνθρωπα ή απολυταρχικά καθεστώτα βρίσκονταν στο τιμόνι της. Άλλοτε με πρόσχημα την ορθοδοξία, άλλοτε με πρόσχημα τον κομμουνισμό, άλλοτε με πρόσχημα την εναντίωση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, οι Ρώσοι ηγέτες πάντοτε κατάφερναν να παρασύρουν ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου στις «εναλλακτικές» διαδρομές που ακολουθούν. 

Αυτή η παράδοση τελείωσε φέτος όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να εκσυγχρονίσει το δόγμα του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το «ανήκομεν εις την Δύσιν» στο «Η Ελλάδα είναι Δύση». Η μικρή αυτή παραλλαγή δεν είναι απλά ένα πολιτικό σλόγκαν για να γίνει αρεστός ο πρωθυπουργός στις εγχώριες και ξένες ελίτ. Ούτε ήταν μία προσχεδιασμένη αντίδραση για να αποκομίσει πρόσκαιρες χάρες από τις ΗΠΑ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι μία διακήρυξη με τεράστιες προεκτάσεις για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, εφόσον φυσικά υποστηριχτεί από τις πράξεις και τις επιλογές τόσο της παρούσας όσο και των επόμενων κυβερνήσεων. Είναι μία ηχηρή δήλωση ότι η Ελλάδα επέστρεψε από την κρίση πιο δυνατή, πιο ώριμη και πολύ πιο συνειδητοποιημένη ως προς τη θέση της στον κόσμο, το ρόλο της στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, και την αξία της ως μέλος των ισχυρότερων γκρουπ του κόσμου. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλαβε το συνεχές χειροκρότημα των Αμερικανών αντιπροσώπων όχι επειδή τους είπε πράγματα που ήθελαν να ακούσουν αλλά επειδή είπε πράγματα που εδώ και δεκαετίες ίσως ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να εκφράσει η χώρα μας. Η ονομαστική καταγγελία του Βλαντιμίρ Πούτιν, η προειδοποίηση κατά του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, η ξεκάθαρη τοποθέτηση σε ότι αφορά το κυπριακό και τις κόκκινες αμυντικές γραμμές ενίσχυσαν την εικόνα μίας χώρας που έχει λύσει σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές της αντιφάσεις σε ότι αφορά τα θεμελιώδη πολιτικά διλήμματα. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον η χώρα που αναζητεί δανεικά από τη Ρωσία ή το Ιράν. Είναι η χώρα που προσελκύει την Amazon, τη Microsoft και την Pfizer. Δεν είναι πια η χώρα που απλώς παρατηρεί τις εξελίξεις στη γειτονιά της. Είναι η χώρα που έστειλε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία και θα ξαναχτίσει μέρος της Μαριούπολης όταν με το καλό απελευθερωθεί.

Πάνω από όλα, ο πρωθυπουργός εξέπεμψε το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι χωρίς δεύτερη σκέψη μέρος του ελεύθερου κόσμου, της παγκόσμιας κοινωνίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και ως πρωθυπουργός της χώρας που εφηύρε τη δημοκρατία, δεν ξέχασε να αναγνωρίσει τον τεράστιο συμβολισμό της ομιλίας του στο Κογκρέσο, το μέρος που αποτελεί το λίκνο της φιλελεύθερης, συνταγματικής δημοκρατίας. 

Το δόγμα Καραμανλή, που μας έφερε στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ιστορικά δικαιωμένο. Εδώ και μισό αιώνα η χώρα μας βιώνει, παρά τις κρίσεις και τα πολλά προβλήματα, την πιο ειρηνική και ευημερούσα περίοδο της ιστορίας της. Το ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση είναι μία μάχη που έχει κερδηθεί παρά το γεγονός ότι όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όριζε την πορεία της χώρας μας η επιτυχία δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Εξίσου φιλόδοξο είναι και το δόγμα Μητσοτάκη. Το να είναι η Ελλάδα Δύση, ειδικά για εμάς που ξέρουμε τις άπειρες παγίδες και αντιφάσεις που πρέπει να υπερβούμε προκειμένου σε 20 ή 50 χρόνια να να ανακυρήξουμε την επίτευξη της επιταγής, είναι μία εξίσου φιλόδοξη επιδίωξη και αποδεδειγμένα χρειάζεται η κυβέρνηση να αυξήσει κατά πολύ τη μεταρρυθμιστική της ορμή προς αυτή την κατεύθυνση. 

Όμως, είναι στο χέρι μας.