Εν αρχή μια προεξαγγελτική αποσαφήνιση: Πάσχω από «νεύρωση δικαιοσύνης». Αλλά επειδή τη δικαιοσύνη σπανίως τη συνάντησα στην εφαρμογή των νόμων, δεν άσκησα σχετικό επάγγελμα (μολονότι στα 22 ακριβώς χρόνια μου είχα αποφοιτήσει από τη Νομική Αθηνών, όχι απλώς με άριστα, αλλά με το πρώτο αριστείο…).
Επίσης, προερχόμενος από οικογένεια θεμιστοπόλων και με ένα εκ των παππούδων πρόεδρο εφετών - ο οποίος ως ακίνητη περιουσία απέκτησε, εις βαθύ γήρας και με τραπεζικό δάνειο, ένα τριάρι στους Αμπελόκηπους νιώθω ανυπόκριτο σεβασμό για τους ευσυνείδητους, δίκαιους, εργατικούς, έντιμους και μη αφελείς δικαστές. Ωστόσο, πιστεύω ότι διαχρονικά το ελληνικό κράτος έχει με υπερβολική εύνοια μεταχειριστεί τον συγκεκριμένο κλάδο… Πέραν της «αυτοφροντίδας» του ίδιου δι’ εαυτόν… Γίνομαι πιο συγκεκριμένος:
Σήμερα ένας λίγο άνω των 30 ετών διοικητικός πρωτοδίκης, που ανεβαίνει έδρα μια φορά τον μήνα, αμείβεται (χωρίς υπολογισμό των πρόσθετων από συμμετοχή σε πειθαρχικά συμβούλια, επιτροπές εξέτασης αιτήσεων ασύλου προσφύγων ή μεταναστών - αν και αυτές συνήθως στελεχώνονται από διοικητικούς εφέτες - κ.λπ.) πολύ πολύ περισσότερο από εξηντάχρονο διευθυντή καρδιοχειρουργικής στον Ευαγγελισμό, των εφημεριών συμπεριλαμβανομένων…
Επιπρόσθετα, μεταδικτατορικά δικαστικές αποφάσεις - πιο πρόσφατα του κακόφημου «μισθοδικείου» - έχουν αναρίθμητες φορές επιδικάσει αναδρομικά στους λειτουργούς του κλάδου, με πλέον κραυγαλέα περίπτωση τα εξαψήφια ποσά που επιδικάστηκαν με βάση τις απολαβές του ενός και μοναδικού προέδρου/διευθύνοντος συμβούλου μιας δημόσιας εταιρείας επικοινωνιών, διεθνή μάνατζερ, τον οποίο είχε μετακαλέσει από το εξωτερικό το ελληνικό κράτος…
Ακόμη περισσότερο, αν πάμε λίγο πιο πίσω: Είναι πασίγνωστο πως σε όλες τις απολυταρχικές περιόδους της χώρας, από το 1917-20 έως το 1967-74, οι περισσότεροι δικαστές - εξ όσων βέβαια δεν είχαν απομακρυνθεί εκ του κλάδου από τα δικτατορικά καθεστώτα - υπηρέτησαν τους κρατούντες με ζήλο. Αυτό, δε, δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά και τότε η πρόεδρος του ΑΠ Κα Βασιλική Θάνου, η οποία απέδιδε στη βούληση της πολιτείας να απομακρυνθούν οι χουντίσανες συνάδελφοί της, τη μεταδικτατορική μείωση του ηλικιακού ορίου αφυπηρέτησης από τα 70 στα 67… (Σκεπτικό που της επέτρεψε να υποστηρίξει, ενόψει αφυπηρέτησής της, πως όταν το Σύνταγμα λέει «αποχωρούν υποχρεωτικώς στα 67», εννοεί «αποχωρούν αν θέλουν»!).
Αυτή η ώσμωση με τη δικτατορία, ωστόσο, δεν εμπόδισε μεταδικτατορικά την ελληνική πολιτεία να καταστήσει μεταβατικούς νομάρχες όλους τους προέδρους πρωτοδικών της χώρας, όσο και αν κάποιοι εξ αυτών είχαν ταυτιστεί με το καθεστώς. (Ακόμη και ο υπερδραστήριος εισαγγελέας Λιαπής, εφόσον δεν είχε αποχωρήσει από τον κλάδο, έχοντας άλλως εξαργυρώσει τις «εθνικές υπηρεσίες» του, εάν ήταν της καθήμενης και όχι της ιστάμενης Δικαιοσύνης, θα είχε αναλάβει το εν λόγω αξίωμα ως εγγύηση…δημοκρατικότητας.)
Έτι μάλλον, το Σύνταγμα της Δημοκρατίας επιτρέπει ΜΟΝΟ σε δικαστές να γίνονται υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί - αξίωμα επαγόμενο δια βίου μεγάλα προνόμια - ενώ απαγορεύει τον σχετικό ρόλο να αναλάβουν νομπελίστες, πρόεδροι της Ακαδημίας Αθηνών, πρυτάνεις πανεπιστημίων κοκ…
Το χειρότερο, όμως, όλων είναι πως ο δικαστικός κλάδος μεταδικτατορικά οικειοποιήθηκε από τη λογοδοτούσα ενώπιον του λαού εκτελεστική εξουσία τη δημοσιονομική πολιτική. Όθεν: Με ανεμελιά για την κατάσταση της εθνικής οικονομίας αδιανόητη, πέραν των αναδρομικώς επιδικαζόμενων εις ιδίους, οι Έλληνες δικαστές ανάλογη γενναιοδωρία επιδεικνύουν πολύ συχνά και προς άλλες κατηγορίες διεκδικούντων, σχεδόν πάντα κρατικοδίαιτων προνομιούχων και με ισχυρή συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Αυτό, δε, χωρίς καμία απολύτως συναίσθηση πως τα εκταμιευόμενα προς ικανοποίηση των «δικαιωμένων» ποσά στερούν παροχών άλλες πολύ πιο ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες (μιας και δεν εφευρέθηκε δένδρο απ’ όπου εκφύονται 500ευρα…).
Όλως χαρακτηριστικό παράδειγμα: Προ ετών, σε δυσχερείς δημοσιονομικά εποχές με την πτώχευση της χώρας επικείμενη, οι Έλληνες διπλωμάτες πίεζαν για το αφορολόγητο του - συνήθως πενταψήφιου - επιδόματος αλλοδαπής. Η τότε ΥΠΕΞ, Ντόρα Μπακογιάννη τους πρότεινε λοιπόν, για να μην προκαλέσει την κοινωνία το αφορολόγητο, να ενσωματωθεί στο επίδομα αντίστοιχη αύξηση. Αυτοί, αφού την ενθυλάκωσαν, προσέφυγαν στα δικαστήρια, αποσπώντες και το… αφορολόγητο, κάτι που μεταγενέστερα οδήγησε σε εξαψήφιες στον καθένα αναδρομικές καταβολές, ενώ ακόμη εκδικάζονται προσφυγές τους…
Όπως, λοιπόν, επισημαίνω με έμφαση στο πρόσφατο βιβλίο μου για τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, μόνο ένας εξ αυτών, ο μεγάλος (ο Κωνσταντίνος) Μητσοτάκης ανέδειξε και τον αντιδημοκρατικό και τον παράλογο και τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της οικειοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους από μία εξουσία λογοδοτούσα στον λαό. Μόνο που και αυτός το έκανε - όχι επί των ημερών της πρωθυπουργίας του, αλλά - όταν πλέον συνομιλούσε με την Ιστορία…
Ας ελπίσουμε επομένως πως ο γιος, εφόσον τελικά αποφασίσει να δρομολογήσει συνταγματική αναθεώρηση, κάτι για το οποίο έχει επανειλημμένα «απειλήσει», θα φροντίσει για μια νέα διατύπωση του Καταστατικού Χάρτη που θα αποκλείει τη διαιώνιση του συγκεκριμένου παραλογισμού…
Διαφορετικά, η διαιώνιση τέτοιων πρακτικών δεν θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον αντισυστημισμό, τον οποίο μεταξύ άλλων εκφράζει και μια χαροκαμένη μάνα, ικανή εις το να μετατρέπει το πένθος της σε πολιτικό ζήτημα;
* Για το τελευταίο έργο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου «Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Μια εποχή, 10 πρωθυπουργοί, 11 πρωθυπουργίες» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Αθηνών, Πάνος Λαζαράτος, γράφει: «Εικονοκλαστικός, ανατρεπτικός, διεισδυτικός, χρήσιμα παρεμβατικός … ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος ρίχνει μια ανατομική ματιά στη Μεταπολίτευση και τους πρωθυπουργούς της … που δεν αποκλείεται να γίνει σημείο αναφοράς στο μέλλον.»
