Δυο περίπου χρόνια και κάτι, τέτοια εποχή, η Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό του Κασσελάκη. Ενός αυτοδημιούργητου - όπως ισχυριζόταν ο ίδιος - ομογενή επιχειρηματία που κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος του Σύριζα, ενός κόμματος της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς. Η αντίφαση ήταν προφανής. Αλλά κατά παράδοξο τρόπο ήταν και αυτή που κέντρισε το ενδιαφέρον.
Είχε προηγηθεί η «παραμέριση» του Τσίπρα μετά τη συντριβή του Σύριζα στις διπλές εκλογές του ’23. Και εδώ που τα λέμε με τέτοια ήττα, όχι αρχηγός κόμματος δεν μπορείς να μείνεις αλλά ούτε διαχειριστής πολυκατοικίας.
Στον Σύριζα λοιπόν που είχαν βαρεθεί να χάνουν ακόμα και στο τάβλι από τον Μητσοτάκη, θεώρησαν ότι για να δουν κάποτε χαΐρι, έπρεπε να βρουν έναν «αριστερό» Μητσοτάκη.
Η ιδέα - αν και προϊόν απελπισίας - δεν ήταν απαραιτήτως κακή. Άλλο αν η ιστορία κάθε άλλο παρα happy end είχε.
Ο Κασσελάκης κέρδισε λοιπόν με διακριτή διαφορά την Αχτσιόγλου κι έγινε αυτομάτως τέταρτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας, χωρίς να είναι καν βουλευτής. Έγινε επίσης το πρόσωπο της χρονιάς με προνομιακή σχεδόν μεταχείριση από τα Μέσα.
Να ο Κασσελάκης στα πρωινάδικα, να ο Κασσελάκης στις Σπέτσες, να ο Κασσελάκης βόλτα στο Κολωνάκι με τον Τάιλερ και τη Φάρλυ, ένας γενικά παροξυσμός.
Αλλά δεν ήταν τελικά τόσο εύκολο να ηγηθεί ενός κόμματος όπως ο Σύριζα ένας άπειρος πολιτικά ομογενής, εντελώς άμαθος από τις ίντριγκες και τους βυζαντινισμούς που ήταν κανόνας στην Αριστερά.
Πολλές παλιές καραβάνες του κόμματος που «στράβωσαν» με την εκλογή του και τα καπρίτσια του, αποχώρησαν και διέσπασαν το κόμμα φτιάχνοντας τη ΝΕΑΡ. Αρκετοί άλλοι βουλευτές ανεξαρτητοποιήθηκαν.
Και παρ’ότι ο Σύριζα με τον Κασσελάκη στο τιμόνι, δεν πήγε άσχημα στις ευρωεκλογές του ’24, η φαγωμάρα ήταν στην ημερήσια διάταξη και η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Καταψηφίστηκε σε μια συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής που θύμιζε πεδίο μάχης και καθαιρέθηκε 11 μόλις μήνες μετά την εκλογή του και αφού κρίσιμοι παίκτες που μέχρι τότε τον στήριζαν, άλλαξαν στρατόπεδο.
Και με πρόσχημα το προβληματικό πόθεν έσχες, με μια εντελώς σταλινική μεθόδευση του απαγόρευσαν να είναι ξανά υποψήφιος στο συνέδριο που ακολούθησε.
Η εκδίκηση όμως ήρθε σαν το πιάτο που τρώγεται κρύο. Το «φαινόμενο» όπως αποκλήθηκε κάποτε από κάποιον ευφάνταστο καθηγητή που υποδήλωνε έτσι τον υπόρρητο θαυμασμό του, έφτιαξε δικό του μαγαζί, πήρε μαζί του στελέχη και βουλευτές και τράβηξε για αλλού.
Ο Σύριζα έχασε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς όφελος του ΠΑΣΟΚ καθώς και όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν απ’ αυτήν. Το νέο κόμμα φάνηκε στην αρχή να έχει μια δυναμική και να υποσκελίζει τον Σύριζα, τουλάχιστον δημοσκοπικά. Πολλοί έβλεπαν τον Στέφανο με συμπάθεια και κάκιζαν τον Σύριζα για τον αποκρουστικό τρόπο με τον οποίο τον καρατόμησαν. Αλλά στην πορεία του χρόνου το αφήγημα ξεθώριασε. Το νέο κόμμα δεν είχε έρμα, δεν είχε πόρους ούτε και στοιχειωδώς σοβαρά πολιτικά στελέχη.
Ο αρχηγός ψώνισε απ’ το πανέρι και μάζεψε ψώνια, γραφικούς και απελπισμένους. Η δημοσκοπική κατρακύλα ήταν θέμα χρόνου. Και η πρόσφατη αποχώρηση μιας βουλευτή του, το επιστέγασμα του αδιεξόδου. Λέγεται μάλιστα ότι άλλοι δυο βουλευτές του ετοιμάζονται να πηδήξουν απ’ το καράβι. Και ο ίδιος ο πρόεδρος συγκαλεί έκτακτο συνέδριο για να συζητηθεί το αν και πώς, το κόμμα θα συνεχίσει να λειτουργεί. Με το «αν» να παραπέμπει ευθέως σε αυτοδιάλυση.
Αυλαία λοιπόν και τίτλοι τέλους για το «φαινόμενο». Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς, ο άνθρωπος που δήλωνε ότι ήθελε δυο τουλάχιστον θητείες ως πρωθυπουργός, κατάντησε κομπάρσος και ικέτης.
Αλλά έτσι συμβαίνει με τα «φαινόμενα». Ενίοτε απατούν.
.
