Υπάρχουν τίτλοι που συμπυκνώνουν ολόκληρες εποχές. Τα capital controls του 2015 ήταν ένας τέτοιος τίτλος. Μια συμπυκνωμένη αποτύπωση αβεβαιότητας, εσωστρέφειας και οικονομικής ασφυξίας που θύμιζε μια κοινωνία βυθισμένη στο άγχος της επόμενης ημέρας. Η Ελλάδα φαινόταν να βρίσκεται στην πιο αδύναμη εκδοχή της: σε μια παρατεταμένη ανασφάλεια και εγκλωβισμένη στην εθνική της αμφιβολία.
Μια χώρα που κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη της κρίσης και δεν αναγνώριζε τίποτε θετικό, ενώ παράλληλα οι Ευρωπαίοι εταίροι της κουνούσαν το δάχτυλο και την αντιμετώπιζαν ως βάρος και τον φτωχό «συγγενή».
Δέκα χρόνια αργότερα, η εικόνα έχει μεταβληθεί σε βαθμό σχεδόν αντιστικτικό.
Η χώρα -που οι πολίτες της κάποτε μετρούσαν ευρώ στα ΑΤΜ- μιλά πλέον με παγερή φυσικότητα για γεωτρήσεις στο Ιόνιο, για ενεργειακούς διαδρόμους που υφαίνουν τη μισή Ευρώπη αλλά και χώρες εκτός της, και για έργα υποδομής τα οποία, για δεκαετίες, έμοιαζαν να ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα των μακρινών φιλοδοξιών.
Η Ελλάδα, από παθητικός παρατηρητής, ανήλθε σταδιακά σε ενεργειακό συντελεστή περιφερειακής σταθερότητας και παραγωγό στρατηγικής ισχύος.
Η ειρωνεία είναι προφανής: εκείνοι που κάποτε διακήρυσσαν ότι «η χώρα δεν θα δει ποτέ όφελος από τις ενεργειακές συμφωνίες» είναι συχνά οι ίδιοι που σήμερα υποστηρίζουν ότι «μπορούμε μόνοι μας να κάνουμε εξορύξεις», λες και η βαθιά θαλάσσια γεώτρηση είναι μια απλοϊκή υπόθεση, ισοδύναμη με την αντικατάσταση ενός λαμπτήρα στο σαλόνι.
Η ρητορική του «ξεπουλήματος» και η πραγματικότητα των αριθμών
Στην ελληνική δημόσια σφαίρα υπάρχει μια επίμονη επιθυμία να ερμηνεύονται οι μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις μέσα από τον φακό της υποψίας.
Η κατηγορία του «ξεπουλήματος» προβάλλεται σχεδόν τελετουργικά, ιδίως κάθε φορά που η χώρα συνάπτει συμφωνίες με διεθνείς επενδυτές. Το «ξεπουλάτε τον πλούτο της χώρας» είναι η φράση που αγαπά ιδιαίτερα η Αντιπολίτευση.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, επιβάλλει μια πιο διαυγή και λιγότερο θυμική ανάγνωση των γεγονότων. Και η πραγματική εικόνα των συμβάσεων, των ποσοστών και των διεθνών συγκρίσεων, μόνο με «ξεπουλημα» δεν συνάδει.
Το βασικό επιχείρημα περί «μηδενικού οφέλους» καταρρέει με μια απλή ερώτηση:
Πώς λειτουργούν διεθνώς τα συμβόλαια υδρογονανθράκων;
Το κράτος, λοιπόν, αποκομίζει έσοδα μέσα από τρεις άξονες.
Η πρώτη πηγή αφορά τα royalties, δηλαδή το ποσοστό της παραγωγής που αποδίδεται στο Δημόσιο από την πρώτη ημέρα εξόρυξης. Στην ελληνική περίπτωση το εύρος αυτό κυμαίνεται μεταξύ 2% και 20% και καθορίζεται από το μέγεθος του κοιτάσματος, την πολυπλοκότητα της παραγωγής και τη διακύμανση των διεθνών τιμών. Παρά τις λαϊκιστικές αναγνώσεις, αυτός ο μηχανισμός δεν είναι ιδιοτυπία, αλλά είναι το διεθνές πρότυπο για χώρες που βρίσκονται στην αρχική φάση εξερεύνησης μεγάλων θαλάσσιων κοιτασμάτων.
Η δεύτερη πηγή αφορά τη φορολογία των καθαρών κερδών, η οποία στη χώρα μας διαμορφώνεται σε ένα άθροισμα που φτάνει το 25%, συνδυάζοντας τον εταιρικό φόρο και τον περιφερειακό φόρο. Πρόκειται για ένα πλαίσιο όχι απλώς συμβατό με το ευρωπαϊκό, αλλά απολύτως αναμενόμενο για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία υδρογονανθράκων.
Η τρίτη πηγή αφορά το λεγόμενο government take, δηλαδή το άθροισμα όλων των κρατικών εσόδων από ένα κοίτασμα. Για χώρες στο αρχικό στάδιο deep-water exploration το διεθνές εύρος βρίσκεται μεταξύ 35% και 55%. Η Ελλάδα τοποθετείται ακριβώς σε αυτή τη ζώνη, χωρίς καμία απόκλιση.
Μια συγκριτική ανάγνωση το αποδεικνύει. Το Ισραήλ ξεκίνησε χαμηλά με 12%, στη συνέχεια αναδιαπραγματεύθηκε και σήμερα κινείται στο 50–60%. Η Κύπρος ακολούθησε ανάλογη τροχιά, η Ιταλία ξεκίνησε με 7%, το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε ακόμα χαμηλότερα. Η Νορβηγία, που συχνά χρησιμοποιείται από λαϊκίστικες αφηγήσεις ως παράδειγμα «δυναμικής διεκδίκησης», πέτυχε τον σημερινό πολύ υψηλό συντελεστή της μόνο έπειτα από δεκαετίες παραγωγής και συσσωρευμένης τεχνογνωσίας.
Με λίγα λόγια, η Ελλάδα δεν υιοθέτησε μια «εκτός πραγματικότητας» συμφωνία, αλλά ακολούθησε την κλασική, ενδεδειγμένη οδό που ακολουθούν όλες οι χώρες όταν κάνουν το αποφασιστικό βήμα στην έρευνα υδρογονανθράκων. Όπως συμβαίνει παντού, μόλις αποδειχθεί μεγάλο κοίτασμα, τα ποσοστά αναδιαπραγματεύονται. Αυτό ήδη έχει συμβεί σε όλες τις χώρες που μπήκαν στην ενεργειακή παραγωγή κατά την τελευταία δεκαετία.
Το Ιόνιο: Μια γεώτρηση που αλλάζει τον χάρτη
Για πρώτη φορά υπάρχει δεσμευμένο χρονοδιάγραμμα από τις εταιρείες για ερευνητική γεώτρηση στο Ιόνιο εντός δεκαοχτώ μηνών.
Τα σεισμικά δεδομένα τρισδιάστατης απεικόνισης έχουν βελτιώσει εντυπωσιακά την ακρίβεια των εκτιμήσεων και καθιστούν το συγκεκριμένο οικόπεδο ιδιαίτερα υποσχόμενο. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι η Ελλάδα μετακινείται από την κατηγορία «ενδιαφέρουσας περιοχής» στην κατηγορία «εν δυνάμει παραγωγού». Αν επιβεβαιωθούν ποσότητες του μεγέθους 150 - 250 δισ. κυβικών μέτρων, τότε μιλάμε για οικονομικό γεγονός πρώτης γραμμής και η Ελλάδα θα εισέλθει σε μια νέα φάση οικονομικής και γεωπολιτικής αυτοπεποίθησης, η οποία δεν στηρίζεται σε αφηγήματα, αλλά σε πραγματικές ποσότητες ενέργειας.
Η μετάβαση από θεωρητικό ενδιαφέρον σε επιχειρησιακή δέσμευση ενός γεωτρύπανου κοστίζει εκατοντάδες εκατομμύρια και συνεπώς αποτελεί αδιάψευστο δείκτη εμπιστοσύνης στο ελληνικό πλαίσιο.
Όλα αυτά, γίνονται πραγματικότητα λόγω της μεθοδικής, επιμονής και πολυεπίπεδης δουλειάς της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι εταιρείες δεν δεσμεύουν γεωτρύπανο και 500 εκατ. δολάρια για ένα τυχαίο στοίχημα. Το κάνουν γιατί η χώρα προσφέρει πλέον σταθερότητα, θεσμικό πλαίσιο, ασφάλεια επενδύσεων και πολιτική κανονικότητα -τα οποία δεν ήταν δεδομένα μια δεκαετία πριν.
Τι κερδίζει ο πολίτης στην καθημερινότητά του
Το κρίσιμο ερώτημα για τον πολίτη είναι πάντοτε πρακτικό. Ο μέσος πολίτης ορθά ρωτάει: Και εγώ τι θα κερδίσω; Τη ζωή μου την αλλάζει; Όλα αυτά μεταφράζονται σε χαμηλότερο κόστος ζωής; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Ναι.
Στην πραγματικότητα, το όφελος για όλους μας εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα.
Ο μηχανισμός domestic supply agreements επιτρέπει στο κράτος να εξασφαλίζει ποσοστό της παραγωγής -που θα διαθέτει στην εγχώρια αγορά- σε προνομιακές τιμές. Αυτό σημαίνει ότι η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να μειωθεί αισθητά, γεγονός που θα αντανακλάται στους λογαριασμούς των νοικοκυριών με εξοικονόμηση δεκάδων ευρώ κάθε μήνα.
Παράλληλα, όταν μειώνεται η χονδρική τιμή, το κόστος παραγωγής των εγχώριων προϊόντων είναι μικρότερο. Το οποίο με τη σειρά του σπρώχνει τις τιμές των αγαθών προς τα κάτω, με όφελος για τον καταναλωτή.
Η μείωση της τιμής φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή δημιουργεί δευτερογενή μείωση και στις τιμές των καυσίμων. Η Ελλάδα ουσιαστικά παύει να είναι πλήρως εξαρτημένη από διεθνείς κρίσεις από χρηματιστηριακές τιμές, από πολιτικούς εκβιασμούς -όπως η Ρωσία εκβίαζε την Ευρωπαϊκή Ένωση- και αποκτά μεγαλύτερη ενεργειακή αυτοτέλεια.
Τη σπουδαιότητα αυτού μπορούμε να την κατανοήσουμε αν σκεφτούμε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και ο εκβιασμός προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε την ενεργειακή κρίση, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην πληθωριστική κρίση που όλοι βιώνουμε στην καθημερινότητά μας -παρά τις άοκνες προσπάθειες της Κυβέρνησης.
Μεγάλο όφελος θα υπάρχει και στο ΑΕΠ της χώρας, το μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά την πρώτη δεκαετία παραγωγής, όχι μόνο λόγω των άμεσων εσόδων αλλά και λόγω της αύξησης των επενδύσεων, της απασχόλησης και της εν γένει οικονομικής κινητικότητας.
Η ενίσχυση των δημοσίων εσόδων παρέχει στο κράτος τη δυνατότητα να μειώσει έμμεσους φόρους -συμπεριλαμβανομένων των φόρων στα καύσιμα-, να μειώσει άμεσους φόρους & να αυξήσει μισθούς, χωρίς να υπονομεύσει τους δημοσιονομικούς στόχους του.
Η επίδραση λοιπόν στην κοινωνία, είναι πολλαπλασιαστική και όχι μονοσήμαντη, καθώς δημιουργεί ένα συνολικότερο περιβάλλον οικονομικής ευστάθειας.
Η Ελλάδα στον επιταχυνόμενο αναπροσανατολισμό της Ευρώπης
Η ευρωπαϊκή στρατηγική απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο μετά την εισβολή στην Ουκρανία ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ενεργειακής κρίσης των τελευταίων πενήντα ετών. Όπως ανέφερα και πριν, η Ρωσία χρησιμοποίησε το φυσικό αέριο ως μοχλό οικονομικής και πολιτικής πίεσης. Η Ευρώπη βρέθηκε με τις τιμές να εκτιναζονται και αντιμέτωπη με δοκιμασίες που επηρέασαν σε βάθος την οικονομική της λειτουργία.
Σε αυτό το τοπίο όμως, μια χώρα, με μια πολύ ικανή Κυβέρνηση, μετέτρεψε αυτήν την Ευρωπαϊκή -αλλά και παγκόσμια- κρίση σε ευκαιρία: η Ελλάδα!
Η Ρεβυθούσα, η Αλεξανδρούπολη, ο κάθετος διάδρομος που καταλήγει έως και την Ουκρανία, οι νέες υποδομές FSRU και οι διασυνδέσεις με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία μετατρέπουν τη χώρα σε κεντρική πύλη εισόδου μη ρωσικού αερίου καθιστώντας μας στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Η Ελλάδα απέκτησε αναβαθμισμένο ρόλο. Δεν ήταν τυχαίες οι πρόσφατες δηλώσεις της Αμερικανίδας πρέσβειρας κας Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, η οποία περιέγραψε δημόσια την Ελλάδα ως «κρίσιμο ενεργειακό κόμβο και πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας για την περιοχή». Η δήλωση αυτή δεν αποτελεί φιλοφρόνηση, αλλά αναγνώριση ενός ενισχυμένου ρόλου. Δέκα χρόνια πριν, ενώ ήμασταν στημένοι στις ουρές των ΑΤΜ, αυτό θα έμοιαζε εξωπραγματικό.
Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ
Το έργο EuroAsia Interconnector, η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, σηματοδοτεί μια διεργασία σχεδόν ιστορικής σημασίας για την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Κύπρος, πρώτη φορά στην ιστορία της, εντάσσεται στο ευρωπαϊκό ηλεκτρικό σύστημα. Αυτό θα μειώσει το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στο νησί, θα επιτρέψει αμφίδρομη μεταφορά ρεύματος και θα καταστήσει την Ελλάδα ισχυρό κόμβο και στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το έργο λειτουργεί ως καταλύτης επενδυτικών κινήσεων και ενισχύει τη διασύνδεση των τριών χωρών, μεταβάλλοντας τους περιφερειακούς συσχετισμούς. Η γεωπολιτική του σημασία είναι εξαιρετική, διότι δημιουργεί ένα ηλεκτρικό τόξο συνεργασίας που αντιπαρέρχεται τις εντάσεις, απομονώνει ακραίες συμπεριφορές και προωθεί τη σταθερότητα.
Η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας και η αποδυνάμωση του casus belli
Όταν μια χώρα αποκτά ενεργειακή υποδομή, διεθνή ρόλο, θεσμική - πολιτική σταθερότητα, ισχυρές συμμαχίες, οικονομία ανθεκτική στις διακυμάνσεις και δυνατότητα παραγωγής ενέργειας, τότε το γεωπολιτικό της βάρος αυξάνεται σημαντικά.
Αυτή η αύξηση ισχύος έχει άμεση επίδραση και στο ζήτημα του casus belli. Θα αρχίσει να μοιάζει περισσότερο με ρητορική παρά με ρεαλιστική απειλή σε μια πραγματικότητα όπου ο ελληνικός χώρος θεωρείται κρίσιμη υποδομή της Ευρώπης και όχι ένα απομονωμένο εθνικό σύστημα.
Κανένα κράτος δεν διακινδυνεύει σύγκρουση με τον κύριο δίαυλο μεταφοράς ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κανένα κράτος δεν απειλεί περιοχές όπου δραστηριοποιούνται διεθνείς εταιρείες με συμβατικές υποχρεώσεις δισεκατομμυρίων.
Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι απλώς ένα «κράτος - μέλος». Είναι υποδομή της Ευρώπης. Και αυτό δεν ανατρέπεται εύκολα.
Μέσω των ενεργειακών συμφωνιών που συναψε η Κυβέρνηση, η χώρα μας δεν είναι απλώς ένας ενεργειακός διάδρομος, αλλά μια δομή γεωστρατηγικής σημασίας που δεν ανατρέπεται με ρητορικές εξάρσεις.
Η σημασία της σταθερότητας και της μακροπρόθεσμης πολιτικής
Η πορεία από την περίοδο της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας μέχρι τη σημερινή ενεργειακή αυτοπεποίθηση δεν υπήρξε αυτόματη. Αντιθέτως, προϋπέθετε συστηματικές θεσμικές επιλογές, έναν σταθερό πολιτικοοικονομικό προσανατολισμό, προσήλωση στη δημοσιονομική ισορροπία, αξιοπιστία στις αγορές και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων.
Χρειάστηκαν μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, συμφωνίες με εταιρείες που επενδύουν δισεκατομμύρια, επενδυτική βαθμίδα, υποδομές ενέργειας, νέοι αγωγοί, FSRU, διασυνδέσεις, γεωστρατηγικές συνεργασίες και, πάνω σε όλα αυτά, μια σταθερή κυβερνητική λειτουργία ικανή να διατηρεί προβλεψιμότητα.
Το σημαντικό δεν είναι μονό να αποδοθεί «πολιτικός έπαινος», αλλά να αναγνωριστεί ότι ο συνδυασμός σταθερότητας, αξιοπιστίας και θεσμικής συνέχειας παρήγαγε αποτελέσματα που πριν από δέκα χρόνια θα θεωρούνταν απίθανα.
Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους -ιδίως από την ανεύθυνη Αντιπολίτευση του άκρατου λαϊκισμού και των ψεύτικων αφηγημάτων- ότι η πολιτική σταθερότητα δεν είναι σύνθημα, αλλά προϋπόθεση για λάβουν χώρα όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων.
Η Ελλάδα που δεν απολογείται πλέον
Ο πυρήνας της νέας πραγματικότητας είναι ότι η Ελλάδα, από ενεργειακός πελάτης, εξελίσσεται σε ενεργειακό παράγοντα.
Οι πολίτες θα κερδίζουν από τη μείωση των λογαριασμών, η οικονομία θα ενισχυθεί από την αύξηση του ΑΕΠ, το κράτος θα αποκτήσει εσόδα που θα διευρύνουν τα δημοσιονομικά περιθώρια, η Ευρώπη θα επωφελείται από την ανθεκτικότητα απέναντι στη Ρωσία και η Ανατολική Μεσόγειος αποκτά έναν παράγοντα σταθερότητας.
Από τα Capital Controls του κ. Τσίπρα μέχρι την ενεργειακή αυτοπεποίθηση του σήμερα, η Ελλάδα πέρασε από τη θέση του παρία - θεατή στη θέση του στρατηγικού παίκτη.
Το «Drill Κυριακο! Drill!» δεν αποτελεί σύνθημα, παρά το νέο πρόσωπο μιας χώρας που επιτέλους αξιοποιεί τη δυναμική της.
Είναι η νέα πραγματικότητα της Ελλάδας που καλούμαστε να την διαφυλάξουμε από τις λαϊκίστικες κακοτοπιές, τις Κυβερνήσεις - Φρανκενστάιν που ονειρεύονται κάποιοι, και από τα κάθε λογής τα πισωγυρίσματα.
