Ποιόν εξυπηρετεί ένα ανίσχυρο ΚΙΝΑΛ

Ποιόν εξυπηρετεί ένα ανίσχυρο ΚΙΝΑΛ

Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμφανίζεται κυρίαρχος στο κέντρο οι εξελίξεις στο χώρο της κεντροαριστεράς μπαίνουν στο μικροσκόπιο ενόψει και των εκλογών στο ΚΙΝΑΛ για την ανάδειξη νέου αρχηγού. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν και κατά πόσο μπορεί να αναλάβει ρόλο στον πολιτικό αυτό χώρο που παραμένει κενός επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να παραμένει ένας εκ των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος, αλλά και να συνεχίζει την τακτική του πετροπόλεμου και της αντιδεξιάς ρητορικής χωρίς προτάσεις.

Όσο το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται ως παρακολούθημα της ίδιας αυτής ρητορικής τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα διατηρεί τα ποσοστά του,  ευελπιστώντας για μια καλύτερη τοποθέτηση στις εκλογές που θα γίνουν με την εφαρμογή της απλής αναλογικής.

Το γεγονός πως ο χώρος της κεντροαριστεράς παραμένει κενός επιτρέπει στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση να δρα και να αντιδρά ακόμη και με ακραίες παρεμβάσεις όπως για παράδειγμα οι αναφορές σε νόμους που δεν θα εφαρμοστούν στην πράξη. Ο νόμος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αλλά και ο νόμος για τα εργασιακά χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Μάλιστα σε ό,τι αφορά το θέμα των εκπαιδευτικών ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε να δηλώνει ότι δεν πρέπει να φοβούνται και να αγωνιστούν αφού ως κόμμα και ως επόμενη κυβέρνηση θα «σβήσει» τυχόν κυρώσεις προς όλους όσοι δεν εφαρμόσουν το σχετικό νόμο.

Το ΚΙΝΑΛ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις κινείται οριακά γύρω από τα ποσοστά που έλαβε το 2019 κυρίως με την αναγωγή που γίνεται επί των ψήφων. Το 8,1% του Ιουλίου είναι το «ταβάνι» που καταγράφηκε στην τελευταία δημοσκόπηση. Οι ψηφοφόροι δείχνουν να τηρούν αποστάσεις και μάλιστα σε όλες τις δημοσκοπήσεις τις διετίες εμφανίζονται να στηρίζουν τις θέσεις και τη διαχείριση του Κυριάκου Μητσοτάκης σε ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά, ξεπερνούν το 50%. Και όμως όλο αυτό το διάστημα το ΚΙΝΑΛ δείχνει μια τάση πλειοδοτική έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά τους υψηλούς τόνους απέναντι στην Κυβέρνηση. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν προσπαθεί να καταθέτει και προτάσεις. Κινούνται όμως στο ίδιο πλαίσιο εμφανίζοντας μια τάση αριστερής στροφής ανάλογης ίσως με αυτή που προανήγγειλε το καλοκαίρι ο Αλέξης Τσίπρας.

Το θέμα δεν είναι όμως αν το ΚΙΝΑΛ συμπλεύσει ανάλογα με τον αρχηγό που θα επιλέξουν οι ψηφοφόροι του, με τον ΣΥΡΙΖΑ ή όχι. Άλλωστε το αφήγημα της προοδευτικής κυβέρνησης όπως το αναφέρει ο Αλέξης Τσίπρας ή όπως το εννοεί ο Γιώργος Παπανδρέου (βάζοντας ως κεντρικό παράγοντα την αντιδεξιά και αντικυβερνητική τακτική) δεν έχει αντίκρυσμα.

Άλλωστε δεν απασχολεί πρώτα απ όλους τον ΣΥΡΙΖΑ που πλέον θέτει ως βασικό στόχο την κατοχύρωση των ποσοστών του 2019 για να καθιερωθεί στη συνείδηση όλου του πολιτικού φάσματος ως το αντίπαλο δέος της σημερινής κυβερνώσας παράταξης. Και για να το καταφέρει αυτό απαιτείται ένα ανίσχυρο ΚΙΝΑΛ που δεν θα υπερβεί τα δικά του ποσοστά ή ίσως δεν τα πιάσει καν.

Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο το κόμμα που κυριάρχησε στη Μεταπολίτευση θα αναγεννηθεί. Η αντιδεξιά ρητορική των υψηλών τόνων προς το παρόν δεν περνάει στην κοινωνία. Ούτε και ο ανταγωνισμός αριστεροσύνης με καταγγελίες όπως αυτή για τη ΔΕΗ ή για το νέο ασφαλιστικό.

Σήμερα το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου βρίσκεται μπροστά στην ίδια αναζήτηση. Αυτή του τρίτου δρόμου που αφορά μια πρόταση κυβερνησιμότητας ακόμη και αν εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο δείχνει μακρινό. Ξεφεύγοντας όμως από τη μέγγενη μιας ακραίας αντιπολίτευσης δύναται να πείσει κατ' αρχήν τους υφιστάμενους ψηφοφόρους για μια δυναμική παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα και εν συνεχεία να επιχειρήσει τον απαραίτητο επαναπατρισμό όλων όσοι γύρισαν την πλάτη τα τελευταία χρόνια. Ίσως, βασικότερο να ενεργοποιήσει αυτούς που απέφυγαν να λάβουν μέρος στις εκλογικές διαδικασίες των τελευταίων ετών επιλέγοντας την ασφάλεια του καναπέ.

Μόνο δυναμικές προτάσεις δύναται να επαναφέρουν στο προσκήνιο το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Οι αντισυστημικές - κινηματικές λογικές ανήκουν ούτως ή άλλως στο παρελθόν. Οι πολίτες στέλνουν το μήνυμα της επόμενης ημέρας αναζητώντας ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμη καλύτερο μέλλον αδιαφορώντας για συνθήματα περί δεξιάς και κυρίως περί αυταρχισμού, ειδικά όταν αναφέρονται σε μια κυβέρνηση που δείχνει να απέχει ιδεολογικά από ανάλογες καταστάσεις.

Αν οι υποψήφιοι αρχηγοί συνειδητοποιήσουν πως ο ετεροπροσδιορισμός που επιχειρεί ο Αλ. Τσίπρας, επαναλαμβάνοντας διαρκώς τα περί προοδευτικής κυβέρνησης τους, οδηγούν στην παγίδα του... αναγκαίου κακού που ίσως προκύψει σε μια ενδεχόμενη εκλογική ανατροπή τότε ίσως καθορίσουν ένα διαφορετικό μέλλον για τον κεντροαριστερό χώρο.

Έναν χώρο που όσο ο Αλ. Τσίπρας δεν απειλείται μένει κενός αφού και ο ίδιος στην παρούσα φάση βασίζεται περισσότερο στη λογική μια κινηματικής αντιπολίτευσης ώστε να κατοχυρώσει τον στενό του πυρήνα

Η θέση του Ανδρέα Λοβέρδου περί υπερδιπλασιασμού των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ ως ΠΑΣΟΚ όπως έχει πει, δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αρκεί να δει κανείς τι συνέβη μεταξύ των ευρωεκλογών και των εκλογών του 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές πήρε ένα ποσοστό της τάξης του 23,75% και 1.343.595 ψήφους. Με την πόλωση του πολιτικού κλίματος που ακολούθησε κατάφερε στις εθνικές εκλογές να πιάσει ένα ποσοστό της τάξης του 31,53% και 1.781.057 ψήφους.

Την ίδια στιγμή το ΚΙΝΑΛ έμεινε σχεδόν στάσιμο με 7,72 % και 436.726 ψήφους στις εκλογές και 8,10% και 457.623 στις εθνικές αφού δεν κατάφερε να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση.

Αν κάποιος υπολογίσει ότι το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ τότε είναι εύκολο να διαπιστώσει πόσο μεγάλη δεξαμενή υπάρχει για ένα σοβαρό μετρημένο με σύγχρονες απόψεις κόμμα.

Στην περίπτωση όμως που αυτό δεν καταστεί εφικτό τότε το πρόβλημα μεταφέρεται στο ΚΙΝΑΛ το πολιτικό μέλλον του οποίου θα είναι μετά τις επόμενες εκλογές αβέβαιο, πολύ, δε, περισσότερο αν μπει στη διαδικασία των συζητήσεων με την Κουμουνδούρου.

Ο επόμενος αρχηγός θα καθορίσει και την πορεία του κόμματος. Εν τούτοις αυτή θα πρέπει να συνδέεται με μια αλλαγή θέσεων και στάσης που θα καθορίσει ίσως και τη σημαντικότερη πολιτική παρέμβαση, αυτή του προσδιορισμούς της κεντροαριστεράς.