Η Novartis τους εκδικείται

Η Novartis τους εκδικείται

Του Γιάννη Σιδέρη

Όλα εδώ πληρώνονται, αποφαίνεται η λαϊκή θυμοσοφία, και βρήκε την πλήρη εφαρμογή της στην υπόθεση Novartis. Ο Πρωθυπουργός έχει πρωτίστως την ευθύνη. Ο λεγόμενος Ρασπούτιν, ακόμη και ιθύνων νους της σκευωρίας να ήταν, κατ' ουσίαν ήταν εκτελεστικό όργανο, αφού είχε πάρει το «οκ» από τον Πρωθυπουργό.

Άλλωστε ήταν μετά την έξοδο από το Μαξίμου (όπου είχε γίνει σύσκεψη ανησυχίας για το πλήθος λαού που είχε κατέβει στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία), που ο κ. Παπαγγελόπουλος είχε χαρακτηρίσει τη Novartis ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους.

Ο σχεδιασμός διαφανής (και «διάτρητος», που θα έλεγε κυριολεκτώντας άθελά του ο Πρωθυπουργός), απέβλεπε να πάμε στις εκλογές με ισχυρά και εμβληματικά στελέχη της αντιπολίτευσης? ως κατηγορούμενα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Οι εντυπώσεις τους ενδιέφεραν. Ήλπιζαν να ζήσουμε ένα ριμέικ των εκλογών του 2012, όταν συνελήφθη ο Άκης, τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πάρτι και το ΠΑΣΟΚ καθαιμάσσετο και λεηλατείτο, αφού η εικόνα του σιδηροδέσμιου Άκη έγινε το φόντο της συνολικής απαξίωσής του.

Άλλαι όμως αι βουλαί των Τσίπρα και Ρασπούτιν και άλλαι του κ. Ιωάννη Αγγελή. Χθες ο αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου κατήγγειλε για προειλημμένες αποφάσεις , fast track διώξεις πολιτικών, δικονομικώς στραβό δρόμο, και εμπλοκή μέλους της κυβέρνησης. Τόνισε ότι ουδείς μιλάει, επικρατεί φόβος, ενώ το εν λόγω κυβερνητικό μέλος έχει τη δυνατότητα να διορίζει παιδιά και νύφες ατόμων που βρίσκονται στις ανώτερες βαθμίδες της Δικαιοσύνης.

Δεν χρειάζονταν γνώσεις νομικής για να κατανοήσει κάποιος το αστήρικτο της υπόθεσης όταν βασίστηκε σε καταθέσεις ανωνύμων μαρτύρων, όπου μαρτυρίες ήταν τα «άκουσα», «νομίζω», «πιστεύω», «η αγορά λέει» κλπ. Τη γενική εντύπωση τότε ισχυροποίησε και ο «ασυγκράτητος» Πολάκης, ο οποίος είχε δηλώσει ότι έπιασαν τους κουκουλοφόρους μάρτυρες με τη γίδα στην πλάτη και αυτοί κελάηδησαν. Μα ακριβώς, επειδή πιάστηκαν με τη γίδα στην πλάτη ήταν ευεπίφοροι σε εκβιασμό και καθοδηγούμενες καταγγελίες κατά επιλεγμένων αντιπάλων.

Ο Πρωθυπουργός χθες στον Άλφα έκανε βήμα υποχώρησης. Αποστασιοποιήθηκε από τον χαρακτηρισμό Παπαγγελόπουλου ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο, και το χαρακτήρισε ως ένα από τα μεγαλύτερα, που είχε και συγκρίσιμο κόστος και το πλήρωσε η ελληνική κοινωνία.

Μα ακριβώς το πλήρωσε η ελληνική κοινωνία, αλλά το πλήρωσε γιατί ενεπλάκησαν σε αυτό χιλιάδες γιατροί, φαρμακοποιοί, διοικητικά στελέχη του Δημοσίου. Αυτό έγινε σε όλες τις χώρες, διερευνήθηκε, επελήφθη η Δικαιοσύνη και επεβλήθησαν ποινές. Μόνο στην Ελλάδα η κυβέρνηση αδιαφόρησε για τη διαλεύκανσή του και τον εντοπισμό υπόπτων. Είδε την υπόθεση ως μικροπολιτική ευκαιρία να πλήξει την αντιπολίτευση.

Ο Πρωθυπουργός υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση είπε δεν τους στείλαμε σε ειδικά δικαστήρια. Μα με τα νομίζω και άκουσα δεν θα τους έστελναν, αφού δεν βρέθηκε τεκμήριο εγκλήματος, ήτοι παράνομος χρηματισμός. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν οι εντυπώσεις. Γι αυτό και στήθηκαν φαντασμαγορικά και επιδεικτικά οι δέκα κάλπες στη βουλή, αλλά την ίδια στιγμή υπήρξε άρνηση να εξετασθούν οι μάρτυρες από τους ίδιους τους κατηγορούμενους, έστω και κεκαλυμμένοι.

Τώρα που πιάστηκαν και αυτοί με τη γίδα στην πλάτη, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το οικονομικό κόστος που πλήρωσε η κοινωνία, αλλά ως προς αυτό τίποτε ακόμη. Οι επίορκοι εμπλεκόμενοι διάγουν ανενόχλητοι, και ενδεχομένως συνεχίζουν ακόμη τις παράνομες συνταγογραφήσεις.

Απέτυχαν ακόμη και σε αυτό, να στήσουν μια σκευωρία της προκοπής. Χθες ο Αντώνης Σαμαράς ζήτησε να ανασυρθεί η μήνυσή του που έχει τεθεί στο αρχείο. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος χαρακτήρισε συγκλονιστικό το περιεχόμενο της δήλωσης Αγγελή και ζητεί να διαβιβαστεί η δικογραφία στη Βουλή. Δυστυχώς δεν θα είναι στην επόμενη Βουλή, ώστε να απολαύσει το φιλοθεάμον κοινό το σόου που θα γινόταν με τις αγορεύσεις του.

Ούτως ή άλλως πρόκειται για μια ακόμη υπόθεση που τους γυρίζει μπούμερανγκ, με την στοχοποίηση, την σπίλωση, τη διαπόμπευση, την κατακρεούργηση δημοσίων προσώπων. Είναι θέμα απόδοσης δικαιοσύνης να επανέλθει η υπόθεση στην επόμενη Βουλή. Όχι μόνο για να αρθεί κάθε σκιά υποψίας στα πρόσωπα που κατηγορήθηκαν, (όσα εξ αυτών κατηγορήθηκαν άδικα), αλλά για να λειτουργήσει η υπόθεση παραδειγματικά, και να το σκεφτούν διπλά όσοι θα επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο στο μέλλον.