Ξεθωριάζει το άστρο της Κίνας;
Shutterstock
Shutterstock

Ξεθωριάζει το άστρο της Κίνας;

Διανύουμε εποχή αμφισβήτησης όλων των μεταψυχροπολεμικών βεβαιοτήτων. Οι ΗΠΑ, μοναδική υπερδύναμη μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, έχουν χάσει μεγάλο μέρος του κύρους τους και εμφανίζονται βαθύτατα διχασμένες εν όψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών.

Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με τις εσωτερικές αντιφάσεις της και την αδυναμία της να διαδραματίσει τον γεωπολιτικό ρόλο που θα αντιστοιχούσε στο οικονομικό της βάρος.

Τις τελευταίες δεκαετίες ανέβηκε ραγδαία η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ), η οποία εκμεταλλεύτηκε τη θετική μεταψυχροπολεμική στάση των δυτικών εταίρων, αλλά στη συνέχεια αθέτησε τις δεσμεύσεις της και ακολούθησε τη δική της ατζέντα με στόχο την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.

Αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του Πεκίνου το 2049 η Κίνα να είναι το πιο προηγμένο έθνος της υφηλίου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αυξάνονται οι αμφιβολίες αν η Κίνα μπορεί όντως να γίνει η νέα ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη, άλλη μια βεβαιότητα προς επανεξέταση.

Αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα η κινεζική οικονομία

Στην πρόσφατη ομιλία του στο Νταβός ο Κινέζος πρωθυπουργός Li Qiang δήλωσε ότι το 2023 η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αναπτύχθηκε κατά 5,2%, αλλά λίγοι παίρνουν αυτήν την ανακοίνωση τοις μετρητοίς.

Πρώτον, γιατί υπάρχει μεγάλη καχυποψία για την αξιοπιστία των κινεζικών στατιστικών στοιχείων κι έχει καθιερωθεί ως αξίωμα η εκτίμηση, πως ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της Κίνας συνήθως είναι τουλάχιστον 2% μικρότερος από τον επίσημο.

Αλλά ακόμη κι αν είναι ακριβής αυτός ο δείκτης, πρόκειται για τον χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της Κίνας μετά το 1990, με την εξαίρεση των δύο «πανδημικών» ετών 2020 (2,1%) και 2022 (3,0%). Είναι προφανές ότι με 5,2% το 2023 η Κίνα δεν πραγματοποίησε το «μεταπανδημικό» rebound του 2021 (8,1%).

Δεύτερον, πέρυσι καταγράφηκε μαζική φυγή επενδυτικών κεφαλαίων από την Κίνα, καθώς πολλές ξένες επιχειρήσεις επιδιώκουν να μειώσουν την έκθεσή τους στην κινεζική αγορά και αναζητούν ασφαλέστερες χώρες για επενδύσεις. Ιδιαίτερα βαρύ είναι το κλίμα στη χρηματιστηριακή αγορά της ΛΔΚ, με τις αρχές να συζητούν επείγον πακέτο διάσωσης.

Αυτά προστίθενται σε πλήθος άλλων προκλήσεων για την οικονομία της Κίνας, όπως είναι η επίμονη κρίση στον τομέα των ακινήτων, ο επικίνδυνος συνδυασμός αναιμικής εγχώριας κατανάλωσης και αποπληθωρισμού, τα δυσθεώρητα χρέη των τοπικών και περιφερειακών αρχών, η υψηλή ανεργία της νεολαίας, κ.λπ.

Εάν δε ληφθεί υπ’όψιν η γήρανση του κινεζικού πληθυσμού και η συρρίκνωσή του για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, είναι ολοφάνερο ότι η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας έχει δομικό κι όχι συγκυριακό/κυκλικό χαρακτήρα.

Λόγω της φούσκας των ακινήτων και του περιορισμένου ρόλου της εγχώριας κατανάλωσης, οι κινεζικές αρχές κατευθύνουν ολοένα και περισσότερους πόρους στη μεταποίηση και τις εξαγωγές. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Κίνα έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων και εξοπλισμού για την πράσινη μετάβαση, το 2023 το σύνολο των κινεζικών εξαγωγών μειώθηκε σε απόλυτους αριθμούς.

Ενδέχεται τα πράγματα να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο, καθώς η Κίνα περιμένει κυρίως από τις ανεπτυγμένες οικονομίες να απορροφήσουν τα πλεονάσματά της, αλλά θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύο σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο αφορά την επιβράδυνση των ίδιων των δυτικών οικονομιών και, συνεπώς, τη μείωση της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα.

Δεύτερον, την τρέχουσα έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επιδοτήσεις στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων αναμένεται να ακολουθήσουν παρόμοιες πρωτοβουλίες, σε ό,τι αφορά τις κινεζικές ανεμογεννήτριες, τα βιοκαύσιμα, τον χάλυβα, κ.λπ.

Στην ίδια γραμμή κινούνται κι άλλα μέλη της ομάδας G-7 και είναι πολύ πιθανό τα επόμενα χρόνια οι προστριβές των δυτικών χωρών με την Κίνα να ενταθούν έτι περισσότερο. 

Για το 2024, εικάζεται ότι η Κίνα μπορεί να αναπτυχθεί κατά 4,6%, ποσοστό περίπου διπλάσιο του εκτιμώμενου ρυθμού μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας.

Ταυτόχρονα, όμως, η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται να προέλθει από χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως και της Αφρικής, συνεπώς η Κίνα δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον η κατ’εξοχήν κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Αντίθετα, ενώ στο παρελθόν η Κίνα λειτούργησε ως μέρος της λύσης σε τουλάχιστον δύο διεθνείς κρίσεις (1997 και 2008), σήμερα η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας τείνει να καταστεί μέρος του προβλήματος. 

Δύναμη «περιορισμένης ευθύνης»

Ως προς το πολιτικό της βάρος, η Κίνα έχει αναμφίβολα κατακτήσει περίοπτη θέση στο διεθνές στερέωμα. Προωθεί μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, εκμεταλλευόμενη τις υπαρκτές και προφανείς αδυναμίες των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα.

Αξιοποιεί την ενεργό συμμετοχή της σ’όλους τους διεθνείς οργανισμούς, ενώ πρωτοστατεί στη δημιουργία νέων σχηματισμών, όπως είναι οι ομάδες G-20 και BRICS, αλλά και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης. Έχει σφυρηλατήσει την «άνευ ορίων» εταιρική σχέση της με τη Ρωσία, σε μια στρατηγική συμπόρευση κατά της Δύσης. 

Συγχρόνως, η Κίνα επενδύει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο στον προσεταιρισμό του «παγκόσμιου Νότου», αν και είναι λίγες οι αναπτυσσόμενες χώρες που τοποθετούνται ξεκάθαρα υπέρ του Πεκίνου στο πλαίσιο της σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης.,

Επιπροσθέτως, αντιμετωπίζει τον ακήρυκτο ανταγωνισμό της ανερχόμενης Ινδίας που επίσης φιλοδοξεί να αυξήσει την επιρροή της στον Τρίτο Κόσμο. Σε ό,τι αφορά τη Δύση, η Κίνα επιδιώκει να αποδυναμώσει τους διατλαντικούς δεσμούς μέσα από το επίμονο «φλερτ» της με την Ευρώπη.

Στις δύο μείζονες τρέχουσες κρίσεις, της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, η Κίνα κρατάει στάση «επιτήδειας ουδετερότητας» ή επιδίδεται σε επιδεικτικό διπλωματικό ακτιβισμό, με την εξαγγελία βαρύγδουπων πρωτοβουλιών χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, εμμέσως πλην σαφώς υποστηρίζει τη ρωσική εισβολή, παρά την υποκριτική επίκληση των αρχών της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.

Σε ό,τι αφορά την κρίση στη Μέση Ανατολή, φάνηκε ότι η διαμεσολάβηση μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας που διατυμπανίστηκε ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Πεκίνου δεν καθιστά την Κίνα αυτόματα ρυθμιστή των εξελίξεων στο σύνθετο γεωπολιτικό μωσαϊκό της Μέσης Ανατολής.

Στον δε περίγυρό της, η Κίνα έχει πολλές διενέξεις με γειτονικά της κράτη λόγω της επεκτατικής πολιτικής της στη Νοτιοσινική Θάλασσα και σε βάθος χρόνου επικρέμαται πάντα η απειλή σύρραξης γύρω από την Ταϊβάν. 

Είναι αναμενόμενο και απολύτως θεμιτό η Κίνα να προκρίνει τα εθνικά της συμφέροντα, αλλά αυτό δεν συμβαδίζει απαραίτητα ούτε με την επίσημη ρητορεία της περί προσήλωσης στο διεθνές δίκαιο, ούτε με το στάτους της υπερδύναμης που δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει.

Οι στρογγυλεμένες και συχνά ανειλικρινείς θέσεις της σε μείζονες διεθνείς κρίσεις αποδεικνύουν ότι αποφεύγει να επωμιστεί τα βάρη που θα αναλογούσαν σε μια πραγματική υπερδύναμη. Με άλλα λόγια, συμπεριφέρεται σε μεγαλύτερο βαθμό ως δύναμη περιορισμένης ευθύνης.  

Αυτό φαίνεται και στο θέμα της κλιματικής κρίσης. Ενώ είναι πρωτοπόρος ως προς την παραγωγή πράσινου ενεργειακού εξοπλισμού, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος ρυπαίνων παγκοσμίως σε απόλυτους αριθμούς και εξακολουθεί να χτίζει θερμοηλεκτρικούς σταθμούς βασισμένους στη χρήση άνθρακα.

Η δέσμευσή της για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας αναφέρεται στο μακρινό 2060, κάτι που δεν δείχνει συναίσθηση του κατεπείγοντος χαρακτήρα αυτής της υπαρξιακής απειλής για το σύνολο της ανθρωπότητας. Ούτε ανέλαβε τις ευθύνες που τής αναλογούσαν ως η χώρα, από την οποία ξεκίνησε και εξαπλώθηκε παγκοσμίως η πανδημία του κορονοϊού.

Τρεις παγίδες στον δρόμο της Κίνας

Στην οικονομία, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη γνωστή «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος». Μετά από τέσσερις δεκαετίες ραγδαίας μεγέθυνσης του ΑΕΠ της, η Κίνα έχει ενταχθεί στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, αλλά τώρα ανακαλύπτει τις δυσκολίες της μετάβασης προς ένα ποιοτικά ανώτερο στάδιο ανάπτυξης και περαιτέρω άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της.

Το ΑΕΠ της Κίνας, εκπεφρασμένο σε δολάρια, συρρικνώθηκε πέρυσι, αν και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα υψηλά επιτόκια της FED και το ισχυρό δολάριο.

Ως αποτέλεσμα, το 2023 το χάσμα μεταξύ των ονομαστικών ΑΕΠ των ΗΠΑ και της Κίνας διευρύνθηκε: 27 τρισ. έναντι 17,5 τρισ., αντίστοιχα.

Έως πρόσφατα θεωρείτο βέβαιο ότι μέχρι το 2025 η Κίνα θα ξεπερνούσε τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, τώρα επικρατεί το αφήγημα πως αυτό θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να επιτευχθεί περί το 2035, ενώ ενισχύονται οι φωνές ότι μπορεί να μην συμβεί και ποτέ. 

Η δεύτερη πρόκληση αφορά την «παγίδα της αποδοχής» της Κίνας ως υπερδύναμης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Πεκίνο έχει γίνει η δεύτερη πιο σημαντική πρωτεύουσα στον κόσμο, μετά την Ουάσινγκτον.

Ωστόσο, στο ολοένα και πιο πολύπλοκο διεθνές σύστημα που αναδύεται την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ανέρχονται πολλές άλλες δυνάμεις που επίσης διεκδικούν τη θέση τους στην αρένα. Όπως αμφισβητήθηκε έντονα η αμερικανική μεταψυχροπολεμική ηγεμονία, το ίδιο θα πρέπει να περιμένει στο μέλλον και η Κίνα, η ηγεσία της οποίας εποφθαλμιά την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. 

Μ’ αυτό σχετίζεται η τρίτη παγίδα που αποτελεί και τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη ΛΔΚ. Πρόκειται για την αναντιστοιχία μεταξύ των εξαιρετικά υψηλών στόχων του Πεκίνου και των πραγματικών δυνατοτήτων της χώρας που υπολείπονται των υπέρμετρων φιλοδοξιών της κινεζικής ηγεσίας.

Όσο δεν ευθυγραμμίζονται τα δύο σκέλη αυτής της στρατηγικής εξίσωσης στης κατεύθυνση της αυτογνωσίας και της ρεαλιστικής στοχοθεσίας, η Κίνα θα βλέπει να περιορίζονται τα μέχρι τούδε επιτεύγματά της και να ξεθωριάζει το άστρο της.

* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)