Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Όλοι πλέον συμφωνούν πως τα επόμενα 8 χρόνια, για την ελληνική οικονομία, θα είναι καλύτερα από προηγούμενα οκτώ. Αυτό άλλωστε δεν είναι δύσκολο.
Δύσκολο είναι να βρεθούν τα 14-15 δισεκατομμύρια ευρώ που πρέπει να επενδύονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα για να αλλάξει η σημερινή μίζερη καθημερινότητα.
Είναι σίγουρο, ότι, για τα επόμενα 3 τουλάχιστον χρόνια, οι Τράπεζες θα είναι πολύ απασχολημένες με τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα. Οι νέες χρηματοδοτήσεις θα είναι -σε σύγκριση με τις ανάγκες της οικονομίας- περιορισμένες.
Ποιος θα βάλει τα λεφτά;
Πρώτη πηγή χρημάτων είναι προφανώς τα διαρθρωτικά ταμεία και οι αναπτυξιακές τράπεζες της Ενωμένης Ευρώπης.
Αμέσως μετά -κανονικά θα έπρεπε να είναι- το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Σε μια χώρα που -μέχρι το 2022- είναι υποχρεωμένη να εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, οι δυνατότητες αυτού του Προγράμματος είναι μηδαμινές.
Μοναδική επιλογή που μένει, είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις. Από το εξωτερικό και από το εσωτερικό. Τα διάφορα Equity Funds και Venture Capital Funds που δημιουργούνται αυτή την εποχή στην Ελλάδα είναι μεγάλης σημασίας αλλά μικρής ισχύος.
Το συμπέρασμα είναι απλό.
Τα λεφτά που χρειάζεται επειγόντως η Ελληνική Οικονομία για να ανακάμψει θα έρθουν μόνο από το εξωτερικό.
Η χώρα θα γεμίσει με «λευκούς ιππότες» πρόθυμους να αναλάβουν ελληνικό ρίσκο, να αγοράσουν τα δάνεια, να αποκτήσουν μετοχές και να επενδύσουν πραγματικό χρήμα στην προοπτική αυτής της χώρας.
Τα σημερινά «αφεντικά» των επιχειρήσεων θα πρέπει να παραδώσουν τις καρέκλες τους και στην καλύτερη των περιπτώσεων να συνεχίσουν την καριέρα τους ως διαχειριστές της νέας εποχής.
Οι ξένοι επενδυτές απαιτούν άλλου είδους επιχειρηματικές πρακτικές.
Η διοίκηση των επιχειρήσεων a la Greque, με τους «γνωστούς», τις «επαφές» και τις «γνωριμίες» δεν μπορεί να είναι πλέον αποτελεσματική.
Μόνον όσοι προσαρμοστούν στις νέες εποχές διαφάνειας στη διαχείριση και αποτελεσματικότητας στη διοίκηση έχουν δικαίωμα να ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν...