Τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας στον ουκρανικό πόλεμο
Shutterstock
Shutterstock

Τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας στον ουκρανικό πόλεμο

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 σηματοδότησε τη μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και η Ρωσία υπολόγιζε ότι θα εξασφάλιζε μια γρήγορη νίκη, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μακροχρόνια σύρραξη φθοράς. Η εξέλιξη αυτή είχε καταλυτικές συνέπειες στην οικονομία της Ρωσίας, η οποία, ήδη πριν τον πόλεμο, αντιμετώπιζε δομικές αδυναμίες. Σήμερα, η χώρα προσπαθεί να διατηρήσει την πολεμική της μηχανή λειτουργική, αλλά το τίμημα είναι βαρύ: στασιμότητα στην ανάπτυξη, υψηλός πληθωρισμός, ελλείμματα-ρεκόρ και κίνδυνος τραπεζικής κρίσης.

Οι βασικές οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ρωσία είναι η ενεργειακή εξάρτηση και οι κυρώσεις, το δημοσιονομικό έλλειμμα, η αύξηση του χρέους, η πίεση στο τραπεζικό σύστημα, η διπλή ταχύτητα της οικονομίας (στρατιωτικός τομέας έναντι πολιτικού τομέα), καθώς και οι δυσκολίες για τη μετάβαση σε μια μεταπολεμική οικονομία, αφού εξίσου μεγάλα θα είναι τα προβλήματα αποκατάστασης της οικονομίας μετά τον τερματισμό του πολέμου.

1. Ενεργειακή εξάρτηση και κυρώσεις: Τους τελευταίος μήνες έχει χτυπηθεί περίπου το 20% των Ρωσικών διυλιστηρίων από τα Ουκρανικά drones με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ουρές αυτοκινήτων για βενζίνη στην Ρωσία. Τα καύσιμα των οχημάτων μειώνονται συνεχώς και κυρίως τα στρατιωτικά καύσιμα. Σύντομα η Ρωσία θα αναγκαστεί να επιλέξει εάν θα στέλνει την βενζίνη στο πολεμικό μέτωπο ή στην Μόσχα. Μετά την απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια, μπορούν να γίνονται τέτοια χτυπήματα από την Ουκρανία, ενώ πριν την απεξάρτηση θα είχαν πρόβλημα οι ευρωπαϊκές χώρες. 

Η ρωσική οικονομία παραδοσιακά στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το 2024 τα έσοδα από υδρογονάνθρακες αντιστοιχούσαν σε περίπου 30% των δημοσίων εσόδων. Όμως, η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε συνδυασμό με τα πλαφόν τιμών και τους περιορισμούς στις εξαγωγές έπληξαν καίρια τα κρατικά έσοδα. Η Ρωσία αναγκάστηκε να πουλάει πετρέλαιο με μεγάλη έκπτωση σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Η τιμή του ρωσικού αργού έπεσε το 2025 στα 55 δολάρια το βαρέλι, ενώ ο προϋπολογισμός είχε στηριχθεί σε υπολογισμό των 70 δολαρίων. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του ελλείμματος σε $60 δισ. ρούβλια μέχρι τον Ιούλιο του 2025.

Η μείωση των ενεργειακών εσόδων απειλεί το Εθνικό Ταμείο Ευημερίας, το αποθεματικό της Ρωσίας, το οποίο αναμένεται να εξαντληθεί πλήρως μέχρι το τέλος του 2025. 

Περαιτέρω, θα αρχίζουν να γίνονται εμφανείς οι επιπτώσεις από την επιβολή δευτερογενών δασμών προς την Ινδία που φθάνουν συνολικά στο 50% η οποία αύξησε τις εισαγωγές πετρελαίου από την Ρωσία στο 42% από 1% πριν τον πόλεμο. 

2. Δημοσιονομικό έλλειμμα και υπερβολικές δαπάνες: Η πολεμική προσπάθεια έχει εκτινάξει τις δημόσιες δαπάνες. Το 2025 οι δαπάνες για άμυνα και εθνική ασφάλεια έφτασαν τα 172 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 8% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι μη βιώσιμο για μια οικονομία με περιορισμένη ανάπτυξη.

Η κυβέρνηση καλύπτει τα ελλείμματα με αυξημένο δανεισμό και με άντληση κεφαλαίων από το Εθνικό Ταμείο Ευημερίας. Ωστόσο, η συνεχής αύξηση του χρέους δημιουργεί φόβους για αδυναμία εξυπηρέτησης. Η Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη προειδοποιήσει για τον κίνδυνο υπερχρέωσης μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα.

Η απότομη πτώση στις στρατιωτικές παραγγελίες θα οδηγήσει σε απολύσεις, με ιδιαίτερα σκληρές συνέπειες για περιοχές που κυριαρχούνται από αμυντικές βιομηχανίες. Θα χρειαστεί να τονώσει τον πολιτικό τομέα ώστε να μπορέσει να απορροφήσει όχι μόνο τους εργαζόμενους της άμυνας που θα μείνουν άνεργοι αλλά και τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες με συμβόλαια που θα επιστρέψουν από το μέτωπο. 

3. Χρέος και Τραπεζικό Σύστημα: Η Ρωσία χρησιμοποίησε τις τράπεζες ως «παράλληλο ταμείο πολέμου». Με νομοθεσία του 2022, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να χορηγούν δάνεια σε στρατιωτικούς προμηθευτές με επιδοτούμενα επιτόκια, ανεξάρτητα από την πιστοληπτική τους ικανότητα. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του εταιρικού χρέους πάνω από 70% μεταξύ Ιουλίου 2022 και Νοεμβρίου 2024, φτάνοντας τα 460 δισ. δολάρια. Το μεγαλύτερο μέρος αφορά στρατιωτικούς κλάδους: οπλικά συστήματα, διπλής χρήσης τεχνολογίες, εφοδιαστικές αλυσίδες και χαλυβουργία.

Η Κεντρική Τράπεζα αύξησε το βασικό επιτόκιο στο 21%, το υψηλότερο επίπεδο δύο δεκαετιών, για να περιορίσει τον πληθωρισμό. Όμως, αυτό αύξησε το κόστος δανεισμού και έφερε τράπεζες και δανειολήπτες στα όρια αδυναμίας αποπληρωμής. Οι τράπεζες κρατούν «μαύρα κουτιά» επισφαλών δανείων που δεν δηλώνονται ως μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα κανείς να μην ξέρει την πραγματική κλίμακα του προβλήματος. Η στασιμότητα της ρωσικής οικονομίας σημαίνει ότι πολλές επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να καλύψουν πληρωμές τόκων προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό, αυξάνοντας την πιθανότητα νέων «κόκκινων» δανείων. Σε μια κατάσταση χωρίς ανάπτυξη δεν είναι σαφές πώς θα αποπληρώσουν τα δάνεια.

Στη VTB, τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, η βασική δραστηριότητα χορηγήσεων είχε καταρρεύσει. Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 49% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου.

4. Πληθωρισμός και κοινωνικές επιπτώσεις: Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 10% στα μέσα του 2025, από 7,4% στις αρχές του 2024. Οι τιμές σε βασικά είδη, όπως οι πατάτες, έφτασαν σε ιστορικά υψηλά, πλήττοντας την καθημερινότητα των πολιτών.

Η αύξηση μισθών στον στρατιωτικό τομέα – με μπόνους που φτάνουν τα 27.000 δολάρια σε στρατιώτες – έχει ενισχύσει τη ζήτηση και την κατανάλωση. Ωστόσο, δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και πιέζει τον πληθωρισμό, ενώ οι πολίτες στον πολιτικό τομέα βλέπουν τα εισοδήματά τους να μην επαρκούν.

5. Η «διπλή οικονομία»: Στρατιωτικός έναντι πολιτικού τομέα: Η Ρωσία ζει μια πραγματικότητα «δύο ταχυτήτων». Ο στρατιωτικός τομέας και οι συναφείς βιομηχανίες αναπτύσσονται ραγδαία, χάρη σε κρατικές παραγγελίες και επενδύσεις. Η παραγωγή αρμάτων μάχης έχει τριπλασιαστεί από το 2020, ενώ λειτουργούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.

Αντίθετα, οι πολιτικοί τομείς παραμένουν στάσιμοι. Η οικοδομική δραστηριότητα επιβραδύνεται, οι καταναλωτικοί δείκτες χειροτερεύουν και αυξάνονται οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων. Το ΑΕΠ της χώρας υποχώρησε σε ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,1% το β΄ τρίμηνο του 2025, έναντι 4% το 2024. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 14% το 2024 αλλά όχι λόγω των εξαγωγών αλλά λόγω των κρατικών παραγγελιών πολεμικού υλικού. Μέχρι το 2024 δημιουργήθηκαν περισσότερες από 520.000 νέες θέσεις εργασίας, αλλά δημιουργήθηκαν στη πολεμική βιομηχανία. Το 2025 οι πολεμικές δαπάνες θα είναι πάνω από το 30% του κρατικού προϋπολογισμού, ένα ποσοστό μη βιώσιμο. 

6. Κίνδυνοι για την «επόμενη μέρα»: Ακόμα κι αν η Ρωσία συμφωνήσει σε εκεχειρία, η μετάβαση σε μεταπολεμική οικονομία είναι γεμάτη προκλήσεις καθώς θα υπάρχουν προβλήματα ανεργίας, εύρεσης, η επιστροφή των ξένων εταιρειών και μισθολογικών στρεβλώσεων.

Ανεργία: Εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες και εργαζόμενοι σε στρατιωτικά εργοστάσια θα βρεθούν χωρίς δουλειά όταν μειωθούν οι αμυντικές δαπάνες.

Ανάγκη επενδύσεων: Η Ρωσία θα χρειαστεί ξένες επενδύσεις, τεχνολογία και εμπορικές σχέσεις για να στηρίξει τον πολιτικό τομέα.

Επιστροφή ξένων εταιρειών: Κρίσιμο για την οικονομία είναι η επιστροφή πολυεθνικών που έφυγαν μετά τις κυρώσεις, ειδικά σε φαρμακευτικά, αυτοκινητοβιομηχανία και ηλεκτρονικά.

Μισθολογικές στρεβλώσεις: Οι υπέρογκες αποδοχές στον στρατό έχουν στρεβλώσει την αγορά εργασίας. Αν οι πολίτες δεν βρουν ανάλογες αμοιβές στον πολιτικό τομέα, θα στραφούν στην παραοικονομία. Χρειάζεται να αυξήσει τους μισθούς στον πολιτικό τομέα πριν τελειώσει ο πόλεμος, ώστε να διατηρήσει τη ζήτηση και να αποφύγει κρίση εργασίας. Η αύξηση μισθών χωρίς αύξηση παραγωγικότητας θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό, διαβρώνοντας τα οφέλη των υψηλότερων αποδοχών.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η Ρωσία δεν έχει σαφή στρατηγική εξόδου. Η εξάρτηση από τον πόλεμο ως «μοχλό ανάπτυξης» δυσκολεύει την επαναφορά της οικονομίας σε ειρηνική κανονικότητα. Πρέπει να  προστεθεί το κλείσιμο επιχειρήσεων που δεν αντέχουν  το άνοιγμα της Ρωσίας στα φθηνά  κινέζικα προϊόντα που κατακλύζουν την Ρωσία και εκτοπίζουν την ντόπια παραγωγή. 

Η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε οριακό σημείο. Από τη μια πλευρά, η στρατιωτική παραγωγή δίνει βραχυπρόθεσμη ώθηση. Από την άλλη, η κοινωνία και οι πολιτικοί τομείς στενάζουν υπό το βάρος πληθωρισμού, ελλειμμάτων και χρέους. Το τραπεζικό σύστημα, φορτωμένο με επισφαλή δάνεια, κινδυνεύει με κρίση.

Η εξάρτηση από το πετρέλαιο, σε συνδυασμό με τις δυτικές κυρώσεις, έχει περιορίσει δραστικά τα δημοσιονομικά περιθώρια της Ρωσίας. Οι κυρώσεις δεν κατέρρευσαν άμεσα την οικονομία, αλλά τη διαβρώνουν σταδιακά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ρωσία μπορεί να βρει στρατηγική εξόδου, είτε με πολιτική συμφωνία είτε με οικονομική αναδιάρθρωση.

Εάν οι Ουκρανοί καταφέρουν να μειώσουν τα έσοδα των Ρώσων από το πετρέλαιο, τότε ξαφνικά οι Ρώσοι δεν θα μπορούν να πληρώνουν τους Ιρανούς για drones, τους Βορειοκορεάτες για οβίδες πυροβολικού ή τα εξαρτήματα drones που εισάγουν από την Κίνα. Αν αυτό πετύχει, θα είναι πιθανόν η πιο δραματική οικονομική μεταβολή στον πόλεμο μέχρι τώρα. 

Χωρίς μια σαφή στρατηγική, ο κίνδυνος είναι διπλός: η συνέχιση του πολέμου επιδεινώνει τα προβλήματα, ενώ μια βεβιασμένη ειρήνη μπορεί να αποσταθεροποιήσει τον ίδιο τον κορμό της οικονομίας καθώς έχουν χορηγηθεί τραπεζικά δάνεια σε εταιρείες για παραγωγή πολεμικού υλικού τα οποία σε περίπτωση ειρήνευσης δεν θα αποπληρωθούν.

Εάν προστεθεί ότι η Ρωσία κατασπαταλά τα πολύτιμα κεφάλαια της σε καταστροφικές πολεμικές δαπάνες και δεν επενδύει στην έρευνα για Τεχνητή Νοημοσύνη και στην υποδομή μετάβασης προς την Τεχνητή Νοημοσύνη, αποδεικνύεται πόσο αδύναμη τελικά είναι να διαπραγματευτεί μια ειρήνη. 

Στο πολεμικό μέτωπο, όπου τα τελευταία 2 χρόνια κατέλαβε μόνο το 1% του εδάφους της Ουκρανίας, αποδεικνύεται η  αδυναμία της, καθώς επιλέγει να εξαπολύει εκατοντάδες drones με την πλειοψηφία τους να μην έχουν βόμβες, τα οποία χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για να περάσουν κάποια την άμυνα της Ουκρανίας.

Και το ερώτημα παραμένει: έπειτα από τρία χρόνια πολέμου τι θα πει ο Πούτιν στον λαό του ότι κέρδισε ώστε να δικαιολογήσει όλη αυτή την οικονομική καταστροφή, την απομόνωση της χώρας του και την απώλεια της γεωπολιτικής της ισχύος; Αν συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς προοπτική νίκης, η φθορά θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν μια συμφωνία με τις ΗΠΑ που θα περιλαμβάνει οικονομικά ανταλλάγματα και στενότερους εμπορικούς δεσμούς, αλλά ακόμα και μια τέτοια συμφωνία θα ήταν πολιτικά επώδυνη και πιθανότατα θα ερμηνευόταν ως παραδοχή αποτυχίας. Η ιστορία έχει ήδη διδάξει ότι οι χώρες που επικεντρώνονται στην αρπαγή ξένων εδαφών συνήθως καταλήγουν ζημιωμένες. Και η ανθρωπότητα κερδίζει καθώς φαίνεται να ενώνεται για να αντιμετωπίσει την απειλή των αναθεωρητικών χωρών.


O Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων