Τα μέτρα έρχονται, το χρέος περιμένει, το 4ο μνημόνιο παραμονεύει

Τα μέτρα έρχονται, το χρέος περιμένει, το 4ο μνημόνιο παραμονεύει

Του Βασίλη Γεώργα

Η επιστροφή της τρόικας αύριο στην Αθήνα με τη «μαγιά» του τέταρτου μνημονίου ανά χείρας, σηματοδοτεί την είσοδο της πολύμηνης και υψηλού κόστους διαπραγμάτευση για την 2η αξιολόγηση στην τελική ευθεία. Δεν απαντά, όμως, στα ερωτήματα για το χρονοδιάγραμμα της συνολικής συμφωνίας και για το αν το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι θα καταλήξουν εγκαίρως σε φόρμουλα για το ελληνικό χρέος.

Ο προβληματισμός της ελληνικής κυβέρνησης είναι εύλογος καθώς υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο στο τέλος του επόμενου μήνα ή τον Ιούνιο, η Ελλάδα να βρεθεί φορτωμένη με πρόσθετα μέτρα 4 δισ. ευρώ και νέες δεσμεύσεις, αλλά χωρίς «λύση» για το χρέος.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα θέσει σε αμφιβολία μόνο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα πριν τον Ιούλιο που η Αθήνα χρειάζεται την εκταμίευση δόσης για να εξοφλήσει τοκοχρεολύσια 7 δισ. ευρώ, αλλά και όλη την μετέπειτα αλληλουχία : την έκδοση πιστοποιητικών βιωσιμότητας για το χρέος, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και εν τέλει την επάρκεια του χρόνου για την προετοιμασία εξόδου στις αγορές το 2018 που αν αμφισβητηθεί, θα ανοίξει πλέον επίσημα τη συζήτηση για την ανάγκη νέου προγράμματος χρηματοδότησης από την επόμενη χρονιά,

Η ρήτρα «ψηφίζω τώρα αλλά δεν υλοποιώ το 2019 αν δεν εφαρμοστούν μέτρα για το χρέος», είναι άνευ περιεχομένου και εξυπηρετεί μόνο την ανάγκη για επικοινωνιακή διαχείριση στο εσωτερικό.

Από τη στιγμή που οι περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο ψηφιστούν από τη Βουλή, η εφαρμογή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα είναι θέμα χρόνου. Και θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη ακόμη και στο σενάριο οριστικής αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα αφού τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα θα αποτελέσουν τη μαγιά του νέου μνημονίου που θα πρέπει να συνάψει η Ελλάδα αποκλειστικά με τον ESM.

Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μην υπάρξει τώρα συνολική συμφωνία  που να περιλαμβάνει το χρέος, αλλά δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην προχωρήσει στην νομοθέτηση των μέτρων μέχρι τις 22 Μαϊου, καθώς από αυτή εξαρτάται το κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας μέσω της οποίας η Αθήνα θα έχει στη συνέχεια δικαίωμα να αιτηθεί εκταμίευση δόσης, ακόμη και μέχρι τότε δεν έχει υπάρξει συμφωνία επί του χρέους.

Ακόμη βρισκόμαστε πάντως πολύ μακριά από αυτό το σενάριο. Το ΔΝΤ βρίσκεται με το ένα πόδι μέσα στο ελληνικό πρόγραμμα έχοντας ήδη –μέσω των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων- αποσπάσει από την Ελλάδα το σκέλος της εγγύησης των κεφαλαίων του που αφορά στην επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% πιθανόν μέχρι το 2023, και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται τις δεσμεύσεις για ελάφρυνση του χρέους από πλευράς της ευρωζώνης.

Οι δεσμεύσεις που είναι πρόθυμη να προσφέρει η ευρωζώνη φαίνεται πάντως πως θα απέχουν σημαντικά από το ύψος στο οποίο ανεβάσει τον πήχη το ΔΝΤ και δεν θα παρεκκλίνουν από το πλαίσιο της συμφωνίας του Μαΐου 2016. 

Το Βερολίνο είναι πρόθυμο να συζητήσει τη φόρμουλα για επιμήκυνση κατά περίπου μια δεκαετία τμημάτων του ελληνικού χρέους και τη σταθεροποίηση των επιτοκίων μετά το 2018, αλλά όχι σε τέτοια έκταση που να προκύπτουν πρόσθετες επιβαρύνσεις για την ευρωζώνη. Το βάρος των εγγυήσεων θα πέσει κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα μέσω της αξιοποίησης των κεφαλαίων που έχουν «περισσέψει» από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (20 δις. ευρώ) και τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες (άνω των 7 δισ. ευρώ), τα οποία θα είναι διαθέσιμα και για την μελλοντική εξαγορά των δανείων (13 δισ. ευρώ) του ΔΝΤ από τον ESM στο πλαίσιο των μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους.

Αυτοματισμούς για το χρέος θέλει το ΔΝΤ

Μια σοβαρή διαφωνία της ευρωζώνης σε σχέση με το ΔΝΤ που δεν έχει αντιμετωπιστεί, είναι ότι το Ταμείο δεν ζητά μόνο αποσαφήνιση και εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος αλλά και «αυτοματισμούς» στην εφαρμογή τους μετά το 2018. Στην πράξη και οι δύο πλευρές που είναι υπεύθυνες για την εκπόνηση των εκθέσεων για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους (ΔΝΤ-ΕΚΤ) επιχειρούν να διαμορφώσουν έτσι το πλαίσιο ώστε να μην απαιτούνται κάθε φορά νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών αλλά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να ενεργοποιούνται στη βάση προκαθορισμένων κριτηρίων.

Το ερώτημα είναι αν οι προτάσεις που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση για το χρέος θα αποδειχθούν επαρκείς ώστε να επαναφέρουν την Ελλάδα πίσω στις αγορές το 2018. Όσος περισσότερος χρόνος χαθεί, τόσο πιο κοντά θα είναι το ενδεχόμενο αποτυχίας του τρίτου προγράμματος ως προς τον τελικό στόχο του που είναι ο απευθείας δανεισμός της χώρας από ιδιώτες επενδυτές με «λογικά» επιτόκια κάτω από το 4%.