Σε ποια.... ήπειρο ανήκουν οι ελληνικές επιχειρήσεις;

Σε ποια.... ήπειρο ανήκουν οι ελληνικές επιχειρήσεις;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μία οδυνηρή πραγματικότητα... γεμάτη φόρους, δυσκολίες και εμπόδια - που δεν μπορεί να συγκριθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη - βιώνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις ενώ έχουν ξεχάσει τι σημαίνει δανεισμός, πόσω μάλλον φθηνός δανεισμός. 

Ο περασμένος Νοέμβριος ήταν ο καλύτερος μήνας για τα ευρωπαϊκά εργοστάσια σε διάστημα 17 ετών. Οι μηχανές και τα... φουγάρα συνέχισαν τον Δεκέμβριο να δουλεύουν στο φουλ, με αποτέλεσμα να κλείσει το 2017 με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη όλων των εποχών για τον μεταποιητικό κλάδο της Ευρώπης.

Ναι, καλά διαβάσατε. Όλων των εποχών. Η Ευρωζώνη βγαίνει από την κρίση και μάλιστα με γοργά βήματα. Μπορεί οι ανισότητες και οι στρεβλώσεις να μην έχουν εξαλειφθεί, όμως η οικονομία των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ δεν θυμίζει σε τίποτα τον «ασθενή» της περιόδου 2009-2016.

Η τάση συνεχίζεται, μάλιστα, μέσα στο 2018, καθώς όπως ανακοίνωσε χθες η ΕΚΤ, η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο 3,4% τον Ιανουάριο, με την αύξηση των πιστώσεων προς νοικοκυριά να παραμένει αμετάβλητη στο 2,9% που είναι ποσοστό εφάμιλλο με το υψηλό προ κρίσης. Ο Mario Draghi... τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση αφού βλέπει επιτέλους τους «κόπους» του QE να αποδίδουν καρπούς.

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα προσπαθεί να βγει από τη δική της κρίση, όμως ο «βούρκος» της πολυετούς ύφεσης και της λιτότητας αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολος «αντίπαλος». Αντί για το φαινόμενο του ελατηρίου και εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία εμφανίζει την χαμηλότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Φέτος αναμένεται να κλείσει στο 1,4%-1,6%, ενώ για το 2018 οι αισιόδοξες προβλέψεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη 2,6% και οι απαισιόδοξες για 1,5%.

Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στη λειτουργία των επιχειρήσεων, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων. Επιχειρήσεις που δεν μπορούν να δανειστούν, όπως οι ελληνικές, έχουν τεράστιο μειονέκτημα στην αρένα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και θυμίζουν υποανάπτυκτες περιοχές.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΤτΕ, στην Ελλάδα η ροή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ήταν αρνητική τον Ιανουάριο κατά 512 εκατ. ευρώ. Το ίδιο συνέβη και σε ότι αφορά τις πιστώσεις προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, ατομικές επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά. Και πως να γίνει κάτι άλλο από τη στιγμή που το εγχώριο τραπεζικό σύστημα «πνίγεται» στα «κόκκινα» δάνεια και ταυτόχρονα οι παλινωδίες των τελευταίων δύο ετών έχουν αποτρέψει την ένταξη της χώρας μας στην ποσοτική χαλάρωση.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει κάθε συζήτηση για προληπτική γραμμή στήριξης, μόνο και μόνο για να μην της πουν οι πολιτικοί της αντίπαλοι ότι δεν κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια. Ρισκάρει, με αυτόν τον τρόπο, τόσο την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου, όσο και των επιχειρήσεων. Διότι αν δεν προσεγγίσουμε σαν χώρα την επενδυτική διαβάθμιση, ακόμη και οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι θα πληρώνουν ακριβά το δανεισμό τους, ενώ οι μικρότεροι θα προσπαθούν να... βολευτούν με εναλλακτικά εργαλεία δανεισμού. Για να μην πούμε για τη φορολογική επιβάρυνση που φτάνει έως και 81%...

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πετύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων, στο τέλος του 2019 θα συνεχίσουν να εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωζώνη. Αυτό που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία είναι ότι αυτό το ποσοστό δεν θα επιτρέπει ικανοποιητική πιστωτική επέκταση. Χρειάζεται ραγδαία μείωση των προβληματικών δανείων και ταυτόχρονη αύξηση των καταθέσεων αλλά και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μία ανάπτυξη χωρίς τράπεζες, ωστόσο, όπως αυτή που «βλέπει» εδώ και χρόνια το ΔΝΤ, δεν μπορεί παρά να είναι αναιμική. Το μέλλον δυστυχώς μοιάζει το ίδιο αβέβαιο με το παρόν.