Του Γιώργου Φιντικάκη
Αποδιοργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας, πληθωριστικές τάσεις, αύξηση της ανεργίας, απομόνωση χωρών από τους παραδοσιακούς τους συμμάχους, είναι μόνο μερικές από τις συνέπειες των μεγάλων εμπορικών πολέμων του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν μ'' άλλα λόγια νικητές παρά μόνο χαμένοι στους εμπορικούς πολέμους, και είναι απορίας άξιον που ο πρόεδρος Τράμπ πιστεύει ότι σε αυτό το δικό του "Chicken Game", οι ΗΠΑ θα επικρατήσουν, απλά επειδή θεωρεί εαυτόν ισχυρότερο.
Από το γαλλο-ιταλικό πόλεμο του 1866, και την επιβολή δασμών σε χιλιάδες εισαγόμενα προιόντα το 1930 από τις ΗΠΑ, έως τον πόλεμο του κοτόπουλου το 1962, και τη μάχη του χάλυβα το 2002, μάταια θα ψάξει κανείς να βρει κερδισμένους.
Οσο πιο σκληροί ήταν οι δασμοί που επέβαλε η μία πλευρά για να προστατέψει την παραγωγή της, τόσο πιο ισχυρή ήταν η "χιονοστιβάδα" που ακολουθούσε με τα αντίποινα της άλλης, οδηγώντας σε μια μάχη δίχως αύριο που αλληλοεξουδετέρωνε τους αντιπάλους. Τις απειλές γρήγορα διαδέχονταν η πτώση των συναλλαγών, η αύξηση των τιμών, ενίοτε η κατάρρευση ολόκληρων βιομηχανιών, οπότε η συνθηκολόγηση έρχονταν σαν μια απόλυτα αναμενόμενη εξέλιξη.
Αυτή την τύχη προβλέπουν αρκετοί αναλυτές ότι θα έχει και ο πόλεμος που κήρυξε την περασμένη Πέμπτη ο Ντόναλντ Τράμπ, αν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα. Αλλά το 2018 δεν είναι 2002 και από μια ολοκληρωτική σύγκρουση θα χάσουν όλοι, και πολύ, όπως προειδοποιεί το ΔΝΤ, θυμίζοντας ότι στην ιστορία των παγκόσμιων εμπορικών εμφυλίων, τα μέτρα και τα αντίμετρα στο τέλος αλληλοακυρώνονται.
Κανείς δεν πατά πρώτος το φρένο πριν πέσει πάνω στο τοίχο, νομίζοντας ότι θα κάνει πρώτος στο πλάι ο αντίπαλος, δίχως αυτό να συμβαίνει. Στο ερώτημα επομένως "ποιός θα πληρώσει το λογαριασμό", ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, Tom Dohnohue, φαίνεται ότι έχει την απάντηση : Αν η παγκόσμια οικονομία μπει σε ένα φαύλο κύκλο μέτρων και αντίμετρων, αυτό θα μπορούσε να κοστίσει περισσότερες από 2 εκατομμυρία θέσεις εργασίας σε όλο τον πλανήτη.
Η κρίση του χάλυβα
Αυτή είναι εξάλου πάντα η κατάληξη, αν το δούμε ιστορικά. Στη μεγάλη κρίση της αμερικανικής χαλυβουργίας του 2002, η τότε κυβέρνηση Τζόρτζ Μπους προκειμένου να στηρίξει τον κλάδο, επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα. Τσουνάμι αντιδράσεων ξέσπασε παγκοσμίως, με την ΕΕ να ηγείται, και σύντομα οι εμπορικές σχέσεις των δύο πλευρών υπέστησαν καθίζηση. Ενα χρόνο αργότερα και μπροστά στο κύμα των εγχώριων και διεθνών αντιδράσεων, η κυβέρνηση Μπους αναγκάστηκα να άρει την επιβολή δασμών και να δώσει τέλος στον πόλεμο, ο οποίος στη σύντομη του διάρκεια είχε στοιχίσει 200.000 θέσεις εργασίας στην αμερικανική μεταποίηση.
Ο πόλεμος του κοτόπουλου
Και δεν στοιχίζουν θέσεις εργασίας μόνο οι πόλεμοι του χάλυβα, όπου από 650.000 εργαζόμενους το 1950, σήμερα οι ΗΠΑ απασχολούν μόνο 140.000. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και καθώς η Ευρώπη επούλωνε ταχύτατα τις πληγές της από τον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με τις ανάγκες για σίτηση, αυξάνονταν ραγδαία και οι εισαγωγές κατεψυγμένων αμερικανικών πουλερικών.
Ενώ λοιπόν το 1956, μόλις το 1% των εισαγωγών πουλερικών της Δυτικής Γερμανίας προέρχονταν από τις ΗΠΑ, το 1962 ο αριθμός αυτός είχε φτάσει στο 25%, με αποτέλεσμα η τότε Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα να αυξήσει σημαντικά τους δασμούς. Σαν άμεση απάντηση ο πρόεδρος Τζόνσον των ΗΠΑ επέβαλε δασμούς σε στρατηγικές ευρωπαικές εξαγωγές, όπως μικρά φορτηγά οχήματα με μεγάλο μερίδιο αγοράς, σαν τα Volkswagen, που σύντομα εξαφανίστηκαν από την αγορά των ΗΠΑ. Χιλιάδες θέσεις χάθηκαν την εποχή εκείνη στη γερμανική και στην αμερικανική αγορά εργασίας.
Η σύγκρουση του 1930
Χειρότερος όλων ωστόσο ήταν ο πόλεμος του 1930-1934. Εμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο πόλεμος Smoot-Hawley, από τα ονόματα των δύο αμερικανών πολιτικών, των οποίων στόχος ήταν να κάνουν τα ξένα προιόντα ακριβότερα, ώστε να ενθαρύνουν τους συμπολίτες τους να αγοράζουν τα εγχώρια. Τελικά το λογαριασμό πλήρωσαν οι ίδιοι οι αμερικανοί καταναλωτές, αφού οι τιμές χιλιάδων εισαγόμενων αγαθών υπερδιπλασιάστηκαν όταν Καναδάς, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελβετία, και άλλες θιγόμενες χώρες ανταπέδωσαν με ένα βουνό δικών τους δασμών. Σε μια Αμερική που πάσχιζε να ανακάμψει από το κράχ του 1929, οι συνέπειες του εμπορικού πολέμου όξυναν περαιτέρω την ύφεση η οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως "η Μεγάλη Κατάθλιψη" (The Great Depression).
Κανείς δεν βγήκε ποτέ κερδισμένος από τους εμπορικούς πολέμους, που λειτουργούν ως ένα στρατηγικό "Chicken Game", σαν δύο οδηγοί σε πορεία μετωπικής σύγκρουσης, ελπίζοντας ο καθένας ότι στην κρίσιμη στιγμή ο αντίπαλος θα κάνει πίσω. Η ιστορία έχει δείξει ότι πλην ελαχίστων εξαιρέσων, κανείς τελικά δεν άφησε το πόδι από το γκάζι.
Και η κοινή εκτίμηση είναι ότι όπως ακριβώς συνέβη στη περίπτωση του Μπους και του Τζόνσον, έτσι και σε αυτήν του Τράμπ, τον λογαριασμό θα πληρώσει, αυτός για του οποίου την προστασία υποτίθεται ότι ξεκινά ο πόλεμος, δηλαδή ο καταναλωτής.
Τα μέτρα Τράμπ απλά αγοράζουν χρόνο για τους 140.000 εργαζόμενους στην αμερικανική χαλυβουργία. Διότι, με ή χωρίς δασμούς, αν οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κατασκευάσουν προιόντα χάλυβα το ίδιο φθηνά όσο οι ανταγωνιστές τους, είναι απλά θέμα χρόνου, να χαθούν πολλές από τις σημερινές θέσεις εργασίας.
Δεν ανακάμπτει με δασμούς η χαμηλή παραγωγικότητα ενός κλάδου. Απλώς η επιβολή τους παρατείνει το αναπόφευκτο, το λουκέτο δηλαδή σε όσες επιχειρήσεις δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Το ζήσαμε αρκετά καλά αυτό τις δύο τελευταίες δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα, όταν εξαφανίστηκαν από το χάρτη εκατοντάδες ιστορικά ονόματα.