Μια νέα, εξαιρετικά δύσκολη και γεμάτη αβεβαιότητες διαδικασία ξεκίνησε χθες στην Αθήνα, όπου οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Λιβύης, Γιώργος Γεραπετρίτης, και Ταχέρ Σάλεμ Αλ Μπάουρ, έδωσαν το σήμα για την έναρξη των συνομιλιών που αφορούν την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ των δύο χωρών. «Μια διαδικασία η οποία ξεκινά υπό τη σκιά και των πιέσεων της Τουρκίας προς την Τρίπολη για εφαρμογή επί του πεδίου του τουρκολιβυκού Μνημονίου, αλλά και προς τη Βεγγάζη για την κύρωσή του.
Η εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, Λάνα Ζωχιού, ανακοίνωσε ότι οι δύο υπουργοί «κήρυξαν την έναρξη της διαδικασίας» και πως, στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση των τεχνικών επιτροπών. Η επόμενη συνάντηση συμφωνήθηκε να διεξαχθεί στην Τρίπολη.
Από τη συνάντηση απουσίαζε η επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, υφυπουργός Εξωτερικών, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία πραγματοποιεί επίσκεψη στην Ουάσινγκτον. Στη θέση της συμμετείχαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας: ο πολιτικός διευθυντής του ΥΠΕΞ, πρέσβης Α. Φρυγανάς, ο διευθυντής της Α6 Διεύθυνσης Φ. Γεωργακάκης, καθώς και δύο νομικοί της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας.
Μετά την εναρκτήρια συνάντηση, οι δύο ΥΠΕΞ είχαν κατ’ ιδίαν συνομιλία, ενώ ταυτόχρονα συνεδρίασαν για πρώτη φορά οι διαπραγματευτικές ομάδες, σε μια συζήτηση που διήρκεσε περισσότερο από μία ώρα. Ο κ. Γεραπετρίτης, σύμφωνα με το ΥΠΕΞ, επανέλαβε ότι η βάση του διαλόγου πρέπει να είναι το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα το Δίκαιο της Θάλασσας, υπογραμμίζοντας πως το τουρκολιβυκό Μνημόνιο παραμένει άκυρο και ανυπόστατο.
Οι συνομιλίες είχαν χαρακτήρα ανίχνευσης θέσεων και προθέσεων, προκειμένου να αποτυπωθεί πού βρίσκονται οι δύο πλευρές μετά τον τελευταίο κύκλο συνομιλιών την περίοδο 2010–2011, όταν το τοπίο ήταν εντελώς διαφορετικό. Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά με την υπογραφή του τουρκολιβυκού Μνημονίου, που εξακολουθεί να αποτελεί τον «ελέφαντα στο δωμάτιο».
Ένα ακόμη ζήτημα που αναδεικνύεται είναι ο ρόλος της Ανατολικής Λιβύης. Η πλευρά Χάφταρ δεν αναγνωρίζει την κυβέρνηση Ντμπεϊμπά ούτε δεσμεύεται από τις συμφωνίες της. Μέχρι στιγμής δεν έχει αποδεχθεί το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, θεωρώντας ότι αποτέλεσε αντάλλαγμα της κυβέρνησης της Τρίπολης προς την Άγκυρα, προκειμένου να εξασφαλίσει στρατιωτική στήριξη και να αποκρούσει την προέλαση του στρατού του Χάφταρ προς την Τρίπολη το 2019. Ωστόσο, οι πιέσεις που ασκεί η Τουρκία στη Βεγγάζη, σε συνδυασμό με την επιθυμία της πλευράς Χάφταρ να μη φανεί «ενδοτική», μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγή στάσης.
Για την Αθήνα είναι σαφές ότι οποιαδήποτε συζήτηση θα πρέπει να καλύψει και την περιοχή του τουρκολιβυκού Μνημονίου, ώστε, σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία, το συνυποσχετικό για την παραπομπή στη Χάγη να οδηγήσει το Δικαστήριο όχι μόνο στην οριοθέτηση αλλά και στην ετυμηγορία για τη νομιμότητα του Μνημονίου.
Αντίθετα, η λιβυκή πλευρά θεωρεί πως η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει με την άρση των «τετελεσμένων» που δημιούργησε η Ελλάδα, μέσω της μονομερούς χάραξης της μέσης γραμμής με τον νόμο 4001/2011 και με την αδειοδότηση των οικοπέδων στα οποία έχει ήδη εισέλθει η ExxonMobil και αναμένεται σύντομα να δραστηριοποιηθεί και η Chevron.
Αθήνα και Τρίπολη έχουν καταθέσει από το 2019 τις αποκλίνουσες θέσεις τους στον ΟΗΕ, ενώ το τελευταίο διάστημα, μέσα από ρηματικές διακοινώσεις, έχουν αποτυπώσει εκ νέου τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους.
Η λιβυκή πλευρά δείχνει ιδιαίτερη σπουδή να ξεκινήσουν οι συνομιλίες, κάτι που αποδίδεται αφενός στις πιέσεις που έχει ασκήσει η Αθήνα με την αδειοδότηση οικοπέδων νοτίως της Κρήτης, αφετέρου στην προσπάθεια της Τρίπολης να προβάλει «καλές διαθέσεις» προς την ΕΕ και να αποφύγει την ένταση με την Ελλάδα, σε μια περίοδο που η χώρα μας μετέχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο θα κληθεί να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της Λιβύης.
Παράλληλα με τη συζήτηση για την ΑΟΖ, οι δύο ΥΠΕΞ έθιξαν και το ζήτημα των διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα προσφέρθηκε να συνεχίσει την εκπαίδευση στελεχών της λιβυκής ακτοφυλακής για τη διαχείριση του μεταναστευτικού, ενώ στο τραπέζι τέθηκαν και θέματα συνεργασίας στην οικονομία, την ενέργεια, τις μεταφορές και τις κατασκευές. Συμφωνήθηκε, επίσης, η έναρξη απευθείας αεροπορικής σύνδεσης Αθήνας-Τρίπολης και η πραγματοποίηση ελληνικής επιχειρηματικής αποστολής στη λιβυκή πρωτεύουσα το φθινόπωρο.