Πόσο κοντά βρίσκονται οι τράπεζες σε τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση;

Πόσο κοντά βρίσκονται οι τράπεζες σε τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Την ώρα που η ελληνική οικονομία βρίσκεται δέσμια των δόσεων που σπάνε σε υποδόσεις και των υποσχέσεων για την ελάφρυνση του χρέος που μένουν υποσχέσεις, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να βάλουν επιτέλους... μπροστά τις μηχανές για την ουσιαστική ελάφρυνση των ισολογισμών τους από τα «κόκκινα» δάνεια.

Θα καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) στον ασφυκτικό τριετή ορίζοντα που υπαγορεύει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) χωρίς να χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια; Αυτό είναι το ερώτημα που αναμένεται να κυριαρχήσει τους επόμενους μήνες στην αγορά, καθώς στην πλειονότητά τους, οι αναλυτές με τους οποίους επικοινώνησε το liberal.gr, συμφωνούν ότι οι εγχώριοι όμιλοι είναι μεν στην παρούσα φάση επαρκώς κεφαλαιοποιημένοι, αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το ίδιο θα ισχύει και στο μέλλον, αν δεν περιορίσουν αποτελεσματικά το φαινόμενο των NPEs.

Όσο δηλαδή τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν σε δυσθεώρητα επίπεδα τόσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν «σκιές» σχετικά με το ενδεχόμενο να χρειαστούν μία νέα -την τέταρτη κατά σειρά- ανακεφαλαιοποίηση στο μέλλον και θα συντηρείται η αβεβαιότητα. Όσο, ωστόσο οι επισφάλειες μειώνονται συμβάλλοντας στην κερδοφορία των τραπεζών, τόσο θα ενισχύεται η ποσότητα και η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων και θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη.

Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών (άνω του 50%) αναλογεί σήμερα στον αναβαλλόμενο φόρο. Μόνο μέσω της κερδοφορίας θα μπορούν οι τράπεζες να χρησιμοποιούν τα κεφάλαια αυτά για να μην πληρώνουν την ανάλογη φορολογία, με αποτέλεσμα να τα μετατρέπουν σε «υψηλής ποιότητας». Μπορεί η ΕΚΤ να συνυπολογίζει τον αναβαλλόμενο φόρο στα εποπτικά κεφάλαια, όμως για παράδειγμα ο οίκος Moody''s δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ύπαρξή τους, από τη στιγμή που θεωρούνται κεφάλαια που δεν μπορούν να απορροφήσουν ζημιές. 

Οι αναλύσεις ελληνικών τραπεζών και ξένων οίκων δείχνουν ότι το 2018 θα είναι έτος ορόσημο, σε ό,τι αφορά την προσπάθεια μείωσης των «κόκκινων» δανείων, αλλά και την πιθανότητα να χρειαστούν νέα κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές. Όσο για το 2016, αυτό θεωρείται ένα χαμένο έτος. Αφενός γιατί οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση και στην οριστικοποίηση του πλαισίου για τα «κόκκινα» δάνεια δυσκόλεψαν τις προσπάθειες των τραπεζών και αφετέρου διότι η οικονομία παραμένει σε ύφεση, μεταθέτοντας για το μέλλον την αντιστροφή του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων.

Η αντιστροφή της τάσης αναμένεται μέσα στο 2017, έτος που χαρακτηρίζεται «δοκιμαστικό» και μεταβατικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το σχέδιο διαχείρισης των NPEs προβλέπει τη μείωσή τους κατά 7 δισ. ευρώ το 2017, κατά 16 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 19 δισ. ευρώ το 2019. Αν τα καταφέρουν, τότε το ποσοστό των NPEs θα μειωθεί στο 30% και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στο 22% στο τέλος του 2019.

Για να καταφέρουν οι τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, θα πρέπει να έχουν «σύμμαχο» την ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς σε αντίθετη περίπτωση οι διαγραφές και οι πωλήσεις όχι μόνο δεν μπορούν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά θα «γεννήσουν» νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η βιωσιμότητα της οικονομικής ανάκαμψης θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακοπεί η δημιουργία νέων επισφαλειών και να σταματήσουν να επιστρέφουν στο κόκκινο ρυθμισμένα δάνεια.

Το πιο χρήσιμο εργαλείο που διαθέτουν αυτή τη στιγμή οι τράπεζες είναι ενδεχομένως οι προβλέψεις που έχουν λάβει και μπορούν να οδηγήσουν σε διαγραφές δανείων έως και 17 δισ. ευρώ, σε επίπεδο ομίλων. Αναλυτές, ωστόσο επισημαίνουν το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν στο παρελθόν «χτίσει» προβλέψεις με βάση την αξιολόγηση ποιότητας ενεργητικού (AQR) της ΕΚΤ και όχι έχοντας λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να πιάσουν αυστηρούς στόχους μέχρι το 2019. 

Ο επόμενος στόχος που θα μπορούσε να επιτευχθεί, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, είναι αυτός της ανάκτησης κεφαλαίου, των δανείων δηλαδή που θα επιστρέψουν σε καθεστώς κανονικής εξυπηρέτησης. Με άλλα λόγια, το σημείο-κλειδί για την αποτελεσματική διαχείριση των NPEs είναι να «γυρίσουν» όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί και βρίσκονται κοντά στο όριο που θέτουν οι αρμόδιες αρχές για να χαρακτηριστούν «εξυπηρετούμενα» και να μεταφερθούν από τη δεξαμενή των NPEs. Αυτά υπολογίζονται σήμερα στα 25 δισ. ευρώ. Πρόκειται για δάνεια των οποίων έχουν αλλάξει οι όροι, ωστόσο εξυπηρετούνται κανονικά για διάστημα λιγότερο του ενός έτους.

Όπως εκτιμά η Bank of America Merrill Lynch, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να ανακτήσουν κεφάλαια ύψους 10-15 δισ. ευρώ από τη συγκεκριμένη δεξαμενή, ενώ το ακριβές ύψος των ανακτήσεων - άρα και της μείωσης των «κόκκινων» δανείων - θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη της οικονομίας και κατά συνέπεια από την ικανότητα των δανειοληπτών να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.

Στο μεταξύ, αν η οικονομία δεν αναπτύσσεται οι τράπεζες πολύ δύσκολα θα βρουν ικανοποιητικές τιμές για να πουλήσουν πακέτα δανείων και να ελαφρύνουν τους ισολογισμούς τους χωρίς επιπλέον... κεφαλαιακό κόστος. Βάσει των εκτιμήσεων, οι τράπεζες αναμένεται να πουλήσουν δάνεια ύψους 5-10 δισ. ευρώ. Όμως αν η οικονομία... βοηθήσει, τότε ίσως υπάρξει ενδιαφέρον - κυρίως το 2018 και το 2019 - από ξένα funds για αγορές δανείων σε υψηλότερες τιμές, γεγονός που θα διευκολύνει σημαντικά τις τράπεζες.

Το 2017 είναι το πρώτο έτος που οι τράπεζες θα κληθούν να αποδείξουν στον SSM ότι πετυχαίνουν τους στόχους που έχουν συμφωνήσει. Μένει να δούμε αν ο Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ θα επιβάλλει κυρώσεις για τυχόν αποκλίσεις στους τριμηνιαίους στόχους ή αν θα περιμένει τα αποτελέσματα στο τέλος του έτους για να συνυπολογίσει την επιτυχία των τραπεζών στις ρυθμιστικές απαιτήσεις που θα θέσει για το 2018 και στα stress tests που θα διενεργηθούν.

Η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας αν δεν υπάρξει μία αναπτυξιακή έκρηξη στην επόμενη τριετία. Γιατί ακόμη και στην περίπτωση που οι ελληνικές επιτύχουν τους στόχους και μειώσουν το ποσοστό των NPEs στο 30% και των NPLs στο 22% στο τέλος του 2019 θα εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά από τα αντίστοιχα που υφίστανται σήμερα σε Ιταλία και Ισπανία. Σημειώνεται ότι στην Ιταλία το ποσοστό των NPEs διαμορφώνεται στο 20% και των NPLs στο 11%, ενώ στην Ισπανία τα NPEs είναι στο 25% και τα NPLs στο 10%.

Αυτό σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές δεν αποκλείεται να αναθεωρήσουν το σχέδιο μείωσης των «κόκκινων» δανείων στην πορεία και να θέσουν νέο χρονοδιάγραμμα για περαιτέρω ελάφρυνση των τραπεζικών ισολογισμών, ανάλογα και με τις συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική οικονομία καθώς οι στόχοι για το 2019 βασίζονται σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις.

Συνεπώς, οι τράπεζες θα πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια με τον λιγότερο ζημιογόνο τρόπο, αλλά χωρίς ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερες ημέρες. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει αναλυτής ξένου οίκου που παρακολουθεί πολύ στενά τον κλάδο, για το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης, «το 2017 θα κρίνει τι θα γίνει με τις ελληνικές τράπεζες το 2018».