Πώς θα γίνουν οι διακοπές πάλι προσιτές για τον μέσο Έλληνα
Shutterstock
Shutterstock

Πώς θα γίνουν οι διακοπές πάλι προσιτές για τον μέσο Έλληνα

Το κόστος των θερινών διακοπών έχει γίνει απλησίαστο για τον μέσο Έλληνα για δύο λόγους, συμπληρωματικούς ο ένας του άλλου:

  • Οι τιμές ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, καταλυμάτων, φαγητού και διασκέδασης στους πιο δημοφιλείς ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και
  • Ο μέσος Έλληνας δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να κάνει διακοπές στους πιο δημοφιλείς ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς.

Με άλλα λόγια: αυξήθηκαν οι τιμές και δεν βγάζουμε αρκετά λεφτά για να μπορέσουμε να αγοράσουμε δυο εβδομάδες με την οικογένεια μας στη Σίφνο ή στη Ρόδο ή στην Κέρκυρα – ας μη μιλήσουμε για Μύκονο και Σαντορίνη. Πού οφείλεται αυτό;

Πρώτον, στο ότι ο ελληνικός τουρισμός έχει γίνει ένα μαζικά εμπορεύσιμο εξαγωγικό προϊόν, άρα τιμολογείται πλέον με βάση τα διεθνή επίπεδα τιμών τουριστικού προϊόντος. Και δεύτερον, στο ότι το ελληνικό κατά κεφαλήν εισόδημα υπέστη καθίζηση το 2010-19 και η αγοραστική του δύναμη υπολείπεται αυτής των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι ξένοι επισκέπτες.

Έτσι, πουλάμε διανυκτερεύσεις και δείπνα σε εύπορους Ολλανδούς, Σουηδούς και Αμερικανούς που έχουν ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα $68 χιλιάδες, $58 χιλιάδες και $89 χιλιάδες, αντίστοιχα και γκρινιάζουμε που δεν μπορούμε να είμαστε στο διπλανό με αυτούς δωμάτιο του ξενοδοχείου, παρ΄ όλο που το δικό μας κατά κεφαλήν εισόδημα είναι $26 χιλιάδες.

Όμως, όπως η τιμή του ελαιολάδου καθορίζεται από την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση και αυτή την τιμή πληρώνει και η νοικοκυρά της ελαιοπαραγωγής Ελλάδας, όπως η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται από την παγκόσμια προσφορά και ζήτηση και αυτή την τιμή πληρώνει ο οδηγός στις πετρελαιοπαραγωγές ΗΠΑ, έτσι και οι τιμές τουριστικών υπηρεσιών ποιότητας καθορίζονται από την παγκόσμια προσφορά και - κυρίως - ζήτηση και αυτές τις τιμές καλείται να πληρώνει και ο Έλληνας αδειούχος.

Η αύξηση της τουριστικής ζήτησης

Η αύξηση των τιμών του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, από οικονομικής απόψεως, είναι ευλογία και αιτία αισιοδοξίας: επιτέλους, ύστερα από δεκαετίες «θρήνων και οδυρμών» ότι η Ελλάδα προσελκύει τουρίστες χαμηλού εισοδήματος που «τη βγάζουν με μια σαλάτα και ένα τυλιχτό», ο ελληνικός τουρισμός προσελκύει πλέον μεγάλο αριθμό επισκεπτών υψηλού εισοδήματος, το αεροδρόμιο των Αθηνών έχει καθημερινά πάνω από 12 απευθείας πτήσεις από πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά και τόση κίνηση που έχουν ξεκινήσει έργα επέκτασής του γιατί έχει φτάσει πλέον στα όρια του όσον αφορά στην εξυπηρέτηση ταξιδιωτών. 

Το 2010 η Ελλάδα είχε 12 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες. Το 2024 το νούμερο αυτό είχε φτάσει τα 30 εκατομμύρια.

Η αγορά, λειτουργώντας απολύτως ορθολογικά και με γνώμονα την αυξημένη ζήτηση για το ελληνικό τουριστικό προϊόν, προσάρμοσε αναλόγως τις τιμές προσφοράς όλων των ειδών τουριστικών υπηρεσιών: καταλύματα, ακτοπλοϊκά εισιτήρια, γεύματα, ψυχαγωγία, κλπ.

Όπως οι ελαιοπαραγωγοί τριπλασίασαν τις τιμές του ελαιολάδου μετά την πανδημία, όταν καταστράφηκε για μια χρονιά η σοδειά στην Ισπανία, έτσι και οι εστιάτορες της Μυκόνου ή της Σίφνου ή της Σαντορίνης αύξησαν τις τιμές καταλόγου τους αφού τα νησιά είναι γεμάτα και οι πελάτες τους φοράνε Rolex και Gucci και μένουν σε ξενοδοχεία 5 αστέρων που χρεώνουν πάνω από €1000 τη βραδιά. Και, εξίσου σημαντικό, πρέπει να κάνει κανείς κράτηση από την προηγούμενη εβδομάδα για να βρει τραπέζι στα εστιατόρια που χρεώνουν €25 τη χωριάτικη.

Οι επιχειρηματίες του τουρισμού θα ήταν εγκληματικά ανίκανοι και θα έπρεπε να τους καταγγείλουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης (που νοιάζονται για τον «άνθρωπο»...) εάν δεν προχωρούσαν σε αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν και των αντίστοιχων τιμών: κάθε λογαριασμός €2.000 ευρώ για γεύμα με φρέσκα θαλασσινά και σαμπάνιες στο Καλό Λιβάδι της Μυκόνου, που προκαλεί ιερή οργή στους Έλληνες καταναλωτές, σημαίνει €400 ευρώ σε ΦΠΑ και €300 σε φόρο εισοδήματος. Αυτά τα €700 χρηματοδοτούν τα νοσοκομεία, τα σχολεία και την άμυνα της πατρίδας μας. Και τα πληρώνουν οι εύποροι ξένοι τουρίστες.

Να η εναλλακτική: να απαγορευτεί η λειτουργία ξενοδοχείων άνω των 3 αστέρων και να επιτραπεί το ελεύθερο κάμπινγκ στις παραλίες, όπως κάποτε – μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Την επόμενη χρονιά, τα 30 εκατομμύρια επισκέπτες θα γίνουν 20 και τη μεθεπόμενη 10. 

Η χωριάτικη θα πουλιέται πάλι €5 ευρώ παντού – γιατί η παραγωγή ζαρζαβατικών και φέτας, που είχε κλιμακωθεί για να εξυπηρετεί 30 εκατομμύρια τουρίστες, θα πουλιέται πλέον όσο-όσο για να καλυφθούν τα πάγια έξοδα των αγροτών.

Τα δωμάτια στους τουριστικούς προορισμούς θα νοικιάζονται για €25 το βράδυ γιατί κανείς εύπορος Ευρωπαίος ή Αμερικανός δεν θα θέλει να μείνει σε ενοικιαζόμενα ή σε ξενοδοχεία 2 και 3 αστέρων.

Τα φορολογικά έσοδα θα καταρρεύσουν. 

Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι (κυρίως νέοι...) στον τουριστικό τομέα θα απολυθούν και θα έχουν πρόβλημα επιβίωσης.

Όμως, θα «ξαναγεννηθεί το ελληνικό καλοκαίρι»! Όλοι οι Έλληνες θα μπορούν πάλι να κάνουν διακοπές, σχεδόν όπου θέλουν στην Ελλάδα, για 2 και 3 εβδομάδες. Θα γίνουμε όλοι φτωχότεροι και η οικονομία θα πέσει πάλι σε βαθειά ύφεση – με τις πολιτικές επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτό - αλλά θα σταματήσει η γκρίνια ότι «το ελληνικό καλοκαίρι είναι απαγορευτικά ακριβό για τον μέσο Έλληνα».

Αυτός είναι πλέον ο μόνος τρόπος για να γίνει το κόστος διακοπών σε δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς προσιτό για το σημερινό εισόδημα των Ελλήνων. Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να γίνει κάτω από ομαλές συνθήκες και για όσο καιρό η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έχει τα λογικά του.

Άρα, κάπου αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση για να μπορέσουμε, για άλλη μια φορά, να απολαμβάνουμε το «ελληνικό καλοκαίρι» χωρίς περιορισμούς.

Το εισοδηματικό έλλειμμα

Η μόνη δόκιμη λύση στο πρόβλημα μας είναι η όσο το δυνατόν πιο ταχεία σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος μας με αυτό των πλούσιων χωρών της Δύσης. 

Αυτό δεν συνεπάγεται μόνο ότι κάθε χρόνο, στο διηνεκές, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ θα είναι πάνω από τον μέσον όρο ΕΕ και ΗΠΑ, αλλά και ότι το δικό μας ΑΕΠ θα μεγεθύνεται σημαντικά ταχύτερα από εκείνων: όχι κατά 1 ή 1,5% ταχύτερα αλλά από 2,5 ή 3% και πάνω.

Όποιος νομίζει ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο ή ακατόρθωτο δεν γνωρίζει την οικονομική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από το 1955 έως το 1981 ο ετήσιος μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν 6,1% (ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο μετά την Ιαπωνία).

Το ελληνικό κατά κεφαλήν εισόδημα εκτινάχθηκε από τα $300 στα $3.500 ή από το 43% του μέσου όρου των κατά κεφαλήν εισοδημάτων ΗΠΑ, ΗΒ, Γερμανίας, Ολλανδίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας στο 73%. 

Αυτή η 25ετία ήταν η καλύτερη περίοδος της ελληνικής οικονομίας, στην οποία εφαρμόστηκε η πιο πραγματικά φιλολαϊκή οικονομική πολιτική που είχε η Ελλάδα από το 1830 μέχρι τις μέρες μας.

Ποτέ στο παρελθόν ή από τότε δεν βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα τόσο πολύ όσο εκείνη την περίοδο και δεν συνέκλινε ταχύτερα με το εισόδημα των πλούσιων δυτικών χωρών.

Το ελληνικό μεταπολεμικό θαύμα, που, ειρήσθω εν παρόδω, κάνει τις επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας την ίδια περίοδο να ωχριούν, βασίσθηκε σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν η αυστηρή πολιτική «σκληρής δραχμής», δηλαδή οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και ο χαμηλός πληθωρισμός. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης δεν ξόδευαν ποτέ παραπάνω από τα φορολογικά έσοδα. Επίσης, δεν δανείζονταν για να μοιράζουν αυξήσεις μισθών και συντάξεων.

Ο δεύτερος πυλώνας ήταν η εφαρμογή, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην περίοδο 1955-63, του σημαντικότερου και πιο επιτυχημένου προγράμματος εκσυγχρονισμού και οικονομικής προόδου που γνώρισε ποτέ η χώρα - μέχρι τότε και από τότε.

Μέσα σε 8 χρόνια η Ελλάδα μετατράπηκε από μια φτωχή αγροτική σε βιομηχανική χώρα με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης και σύγκλισης με την πλούσια Δύση. Εκείνη την περίοδο, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ελλάδα απέκτησε υποδομές, βιομηχανία, ηλεκτρισμό, τηλέφωνο, ναυπηγεία, διυλιστήρια, νοσοκομεία, σχολεία, τουρισμό, κλπ.

Η πορεία αυτή πλουτισμού και σύγκλισης με τους δυτικούς εταίρους μας έλαβε τέλος στις 18 Οκτωβρίου 1981. Στην οχταετία 1982-90 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατέρρευσε στο 0,6%, δηλαδή η ελληνική οικονομία είχε βάλτωσει.

Αποτέλεσμα των πολιτικών που εφάρμοσε από την πρώτη ημέρα ανόδου του στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, με σιγοντάρισμα της Αριστεράς, ήταν μια δεκαετία μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης, υποβάθμισης της παραγωγικής βάσης της χώρας και αποβιομηχάνισης. Επιπλέον, μια δεκαετία εκτόξευσης του δημοσίου χρέους από το 27% του ΑΕΠ το 1981 σε άνω του 90% του ΑΕΠ το 1990.

Μετά το 1982 η Ελλάδα μπήκε στη δίνη των ελλειμμάτων, της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης που οδήγησαν στη χρεωκοπία του 2010 και στην καταστροφική απώλεια του 30% του ΑΕΠ την περίοδο 2010-15. Οι πολιτικές των ελλειμμάτων, των επιδομάτων και της κατασπατάλησης των δημοσίων πόρων, δε, μόλις ξεκίνησαν αποδείχτηκε αδύνατον να αντιστραφούν.

Το 1990-93 έγινε μια προσπάθεια επαναφοράς της οικονομικής πολιτικής στα προ του 1981 πρότυπα και περιορισμού του κρατισμού. Όμως, η αντίδραση των διαμορφωμένων ομάδων συμφερόντων υπήρξε βίαιη και, στο τέλος, η κυβέρνηση εκείνη ανατράπηκε από διαπλεκόμενα επιχειρηματικά και κομματικά συμφέροντα.

Το μήνυμα ήταν σαφές και εκκωφαντικό: όποιο κόμμα ήθελε να κυβερνήσει έπρεπε να γίνει ΠΑΣΟΚ. Ευτυχώς, το 2010 το πάρτι τελείωσε - γιατί 30 χρόνια διαφθοράς είχαν δημιουργήσει ένα πολιτικό σύστημα του οποίου ηγούντο ανίκανοι δημαγωγοί οι οποίοι, όταν προέκυψε η χρεωκοπία, παρέλυσαν. Το μόνο που γνώριζαν να κάνουν ήταν να μοιράζουν ευρωπαϊκά κονδύλια και δανεικά. Όταν χρειάστηκε να λάβουν δύσκολες αποφάσεις πέταξαν την πετσέτα στο ρινγκ και πήγαν στο γυμναστήριο για «αποσυμπίεση»....

Ευτυχώς, κάποιος εκεί ψηλά έβλεπε τι γινόταν στην πατρίδα μας το 1981-2010 και αποφάσισε να μας δώσει άλλη μια ευκαιρία - εάν όντως μάθαμε το μάθημα μας από τα λάθη μας. Εδώ και 6 χρόνια η Ελλάδα έχει την καλύτερη κυβέρνηση που είχε μετά το 1963. Ο κατάλογος των ουσιαστικών επιτευγμάτων των δύο τελευταίων κυβερνήσεων της ΝΔ είναι τόσο μακρύς που δεν χωράει ούτε σε διαδικτυακή ανάρτηση, όπως αυτή που διαβάζετε. Η μόνη περίοδος που συγκρίνεται με την πρόοδο που συντελείται από το 2019 είναι το 1955-63.

Και αυτή είναι και η απάντηση στο θέμα αυτού του άρθρου: εάν θέλουμε να ξανακάνουμε το ελληνικό καλοκαίρι δικό μας και να μπορούμε να κάνουμε διακοπές στη Μύκονο και στη Σαντορίνη για μια και δυο εβδομάδες, όποτε θέλουμε, πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν οι οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. 

Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης, δυστυχώς για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας, έχουν παλινδρομήσει πίσω στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα που κόλλησαν τα πρώτα κομματικά τους ένσημα και το μόνο που κάνουν είναι να φωνασκούν, να δημαγωγούν, να ψεύδονται και να παράγουν συνθήματα και κουτοπόνηρες σοφιστείες ελπίζοντας ότι έτσι θα ανατρέψουν την κυβέρνηση που μείωσε φόρους 72 φορές, αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 40%, ψηφιοποίησε το δημόσιο, μεταρρυθμίζει τη Δικαιοσύνη, εκτελεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα ανέγερσης υποδομών των τελευταίων 60 ετών και δημιουργεί τις καλύτερα εξοπλισμένες και σύγχρονα οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις που είχε ποτέ η Ελλάδα. 

Την κυβέρνηση που δανείζεται με το ίδιο επιτόκιο με τη Γαλλία και με 1% χαμηλότερο επιτόκιο από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα Τσίπρα...

Ο πρωθυπουργός πρέπει να συνεχίσει με ευλάβεια την οικονομική πολιτική των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, της μείωσης του δημοσίου χρέους, της πάταξης της φοροδιαφυγής και των δομικών μεταρρυθμίσεων που εμποδίζουν τις επενδύσεις: κυρίως στον τομέα της δικαιοσύνης και της αδειοδότησης επενδύσεων. 

Πρέπει, επειγόντως, τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, να σταματήσουν να καταλαμβάνουν θέσεις κάτω από την 800ή στην Κατάταξη της Σαγκάης. Τέλος, πρέπει να μεταρρυθμίσει το κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης νεοφυών επιχειρήσεων γιατί το σημερινό σύστημα, εμφανώς, έχει αποτύχει και δεν έχει οδηγήσει σε δημιουργία σημαντικού οικοσυστήματος νέων τεχνολογικών εταιριών.

Άλλη μια φορά, λοιπόν: ο μόνος τρόπος για να κάνουμε το «ελληνικό καλοκαίρι» και πάλι δικό μας είναι να συνεχιστεί και να ενταθεί η οικονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, για τα επόμενα 20 χρόνια, όποιος και εάν εργάζεται στο Μέγαρο Μαξίμου. Μόνο έτσι θα συγκλίνει το κατά κεφαλήν εισόδημα μας με αυτό της Ολλανδίας, της Σουηδίας και των ΗΠΑ. Μόνο έτσι οι τιμές των 4στερων και 5στερων ξενοδοχείων της πατρίδας μας δε θα μας φαίνονται απλησίαστες. Μόνο έτσι θα αρχίσουν να απολαμβάνουν πάλι οι Έλληνες χταπόδι στα κάρβουνα και παγωμένη μαλαγουζιά στις παραθαλάσσιες ταβέρνες της Λιάς και του Πάνορμου. 

Όποιος πρεσβεύει ότι υπάρχει άλλος τρόπος είτε είναι ψεύτης ή είναι κομμουνιστής και ονειρεύεται μια χώρα γκρίζα, κοινωνικής ισοπέδωσης και ισότητας στη φτώχεια. Ελπίζω να μάθαμε το μάθημα μας μετά την παράνοια του 1981-2010 και να καταλαβαίνουμε ποιος εργάζεται για την πρόοδο της πατρίδας μας (με όλα τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες...) και ποιος πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες γιατί θεωρεί ότι απευθύνεται σε αγράμματους και ανόητους ψηφοφόρους και χειροκροτητές – όχι πολίτες. 

Η χρεωκοπία του 2010 ήταν το επιστέγασμα 30 ετών μαζικών αγορών φυκιών για μεταξωτές κορδέλες. Και το αποτέλεσμα είναι σήμερα να μην μπορούμε να πάμε για 2 εβδομάδες με την οικογένεια μας σε ένα ξενοδοχείο 4 αστέρων σε ένα νησί των Κυκλάδων. Το εάν αυτό θα ξαναγίνει εφικτό σχετικά σύντομα εξαρτάται μόνο από εμάς και από την ψήφο μας.

 

  • Η Κατάταξη της Σαγκάης (Shanghai Ranking), είναι η μοναδική παγκόσμια κατάταξη ΑΕΙ τα κριτήρια της οποίας είναι αποκλειστικά επιστημονικά και δεν περιλαμβάνουν κριτήρια όπως η ποιότητα των εγκαταστάσεων του ΑΕΙ, το πόσο εύκολο είναι να βρουν δουλειά οι απόφοιτοι και με τι μέσο μισθό, την ποιότητα της πανεπιστημιακής ζωής, κλπ. Θεωρείται η πιο έγκυρη παγκόσμια κατάταξη της επιστημονικής αξίας και βαρύτητας ΑΕΙ.

* Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας χρηματοοικονομικών του University of Southern California και ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.