Πώς «διάβασε» η Αθήνα την πρόταση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας
Εισήγηση Κομισιόν

Πώς «διάβασε» η Αθήνα την πρόταση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας

Η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από την κάλπη του 2023 θα πρέπει να καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο θα προβλέπει παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια αλλά και έναν σταθερό βηματισμό απομείωσης του χρέους. Ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων;

Βάσει του χθεσινού κειμένου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πατρότητα του προγράμματος θα ανήκει στην εκάστοτε κυβέρνηση. Ωστόσο, η Ελλάδα, προερχόμενη από τρία μνημόνια έχει ήδη δεσμευτεί απέναντι στους εταίρους της ότι μετά την έξοδο από την μεταμνημονιακή εποπτεία θα διασφαλίζει ότι το χρέος δεν θα παράγει χρέος. Αυτό επιτυγχάνεται αν τα πρωτογενή πλεονάσματα καλύπτουν τουλάχιστον τους τόκους.

Θα… ξεχάσουν οι δανειστές αυτή τη δέσμευση; Δύσκολο. Οι μνημονιακές συμφωνίες είναι ζωντανές. Άλλωστε, και η Ελλάδα έχει να προσβλέπει σε περαιτέρω διευθέτηση του χρέους μετά το 2032 αν μέχρι τότε στραβώσουν όλα. Ποια είναι η προϋπόθεση να γίνει η διευθέτηση; Η Ελλάδα να έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα.

Είναι πάντως σαφές ότι το χθεσινό κείμενο της Κομισιόν αφήνει περιθώρια διαπραγματεύσεων στις χώρες μέλη, ακόμη και στην Ελλάδα που αυτή τη στιγμή έχει το μεγαλύτερο χρέος αναλογικά με το ΑΕΠ. Καταρχήν, δεν υπάρχει ευδιάκριτος στόχος απομείωσης του ΑΕΠ στο 60% μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια (όπως μέχρι τώρα η 20ετία).

Αυτό προφανώς θα καθορίζεται ύστερα από διαπραγματεύσεις της κάθε χώρας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο επόπτη. Από την άλλη, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις -συνηθισμένη η Ελλάδα σε τέτοιου είδους προγράμματα από το 2010 και μετά- αλλά και στις επενδύσεις. Αυτό το τελευταίο παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Θα μπορεί για παράδειγμα μια μεγάλη κρατική επένδυση που θα χρηματοδοτηθεί με ένα πράσινο κρατικό ομόλογο να μην εγγραφεί εφάπαξ στο πρωτογενές αποτέλεσμα αλλά να αντιμετωπιστεί ως μια πάγια επένδυση που θα αποσβένεται σε βάθος 10ετιών; Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα αποκτήσει μια λύση απομείωσης του χρέους δια της αύξηση του παρονομαστή, δηλαδή του ΑΕΠ που είναι και ο υγιέστερος τρόπος. Θα ληφθεί από την άλλη υπόψη η ελληνική ιδιαιτερότητα των πολύ υψηλών αμυντικών δαπανών που πρέπει να κάνει η χώρα για να θωρακίζει τα ελληνικά και ευρωπαϊκά σύνορα;

Σε αυτά τα δύο επίπεδα, το γεγονός ότι φεύγουμε από την «οριζόντια» αντιμετώπιση του 60% χρέος και όχι ελλείμματα άνω του 3% για όλους, ευνοεί τη χώρα. Διότι αφήνει περιθώριο στο 4ετές πλάνο που θα συνταχθεί αμέσως μετά τις εκλογές, να ενσωματωθούν πολλές πράσινες επενδύσεις που έχει ανάγκη η χώρα.

Προφανώς, στον σκληρό πυρήνα των δημοσίων δαπανών (αυτές δηλαδή που ελέγχονται απολύτως από τις κυβερνήσεις όπως οι μισθοί, οι λειτουργικές δαπάνες, οι συντάξεις, τα επιδόματα κλπ) τα περιθώρια θα στενέψουν ασφυκτικά. Περιθώρια για μη κοστολογημένα μέτρα παροχών δεν θα υπάρχουν πόσο μάλλον όταν από το κείμενο προκύπτει διάθεση αυστηροποίησης των οικονομικών κυρώσεων για τους παραβάτες των σχεδίων που θα έχουν παραδώσει.

Συμπερασματικά, από την πρώτη ανάγνωση που κάνουν και στην κυβέρνηση των ανακοινώσεων προκύπτουν τα εξής: Από το 2024 κλείνει οριστικά και αμετάκλητα η περίοδος δημοσιονομικής χαλάρωσης και επιστρέφουμε στην παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων. Το ύψος τους θα φανεί αλλά δύσκολα θα επιτύχουμε κάτι καλύτερο από το ποσό που θα αντιστοιχεί στους τόκους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μας επιτηρεί ενώ θα ελέγξει το σχέδιο που θα καταθέσουμε, αρχικά 4ετούς διάρκειας. Περιθώρια να ρίξουμε ακόμη μεγαλύτερο βάρος στις επενδύσεις που θα επιλέξουμε ως χώρα θα υπάρχουν.

Άρα, δεν θα μιλάμε για ένα ακόμη «μνημόνιο» που θα έχει ως στόχο την δημοσιονομική εξυγίανση αλλά για ένα σχέδιο οικονομικής πολιτικής που θα μπορεί να ποντάρει πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη και λιγότερο στην λιτότητα. Και οι δύο δρόμοι μπορούν να παράξουν πρωτογενή πλεονάσματα. Απλώς ο πρώτος δρόμος είναι προτιμότερος για ευνόητους λόγους.