Πολύ λίγο, πολύ αργά για να εκτιναχθεί το ελατήριο...

Πολύ λίγο, πολύ αργά για να εκτιναχθεί το ελατήριο...

Του Γιώργου Φιντικάκη

Στη μια όψη του νομίσματος, βλέπει κανείς μια οικονομία να βγαίνει από πολυετή ύφεση, έχοντας κάνει μια τεράστια προσαρμογή, εξαλείψει το διπλό έλλειμμα, και ψηφίσει πολλές μεταρρυθμίσεις, άσχετα αν πολλές παραμένουν ακόμη στα χαρτιά.

Βλέπει δηλαδή ξανά μια αναδυόμενη οικονομία, που παραμένει στο ευρώ, απαλλαγμένη από τους θεμελιώδεις κινδύνους, δηλαδή το Grexit, και που «κραυγάζει» για επενδυτικές ευκαιρίες, με πάμπολλα υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία, και υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου δυναμικού.

Κι όμως, η ανταπόκριση των επενδυτών, παρότι θετική, δεν έχει την ένταση που θα έπρεπε για μια οικονομία που ανακάμπτει μετά τόσο μακρά και βαθιά απώλεια εισοδήματος. Στο παρά πέντε της εξόδου, και ενώ η οικονομία δείχνει να έχει απαλλαγεί από τους θεμελιακούς κινδύνους, το κλίμα δεν προϊδεάζει για την επερχόμενη στιβαρή ανάκαμψη.

Σαν κάτι να συνεχίζει να την κρατά και να τη δεσμεύει. H ανάκαμψη είναι αναιμική, η καχυποψία ανάμεσα στους επενδυτές ακόμη ισχυρή, και τα σαφή μηνύματα από τους δανειστές ότι δεν χωρούν πισωγυρίσματα, όπως η συνέντευξη στην «Καθημερινή» του προέδρου του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, συντηρούν κλίμα επιφυλακτικότητας παρά το αντίθετο.

Και όσο και αν μεμονωμένοι παράγοντες του οικονομικού επιτελείου, όπως ο Ευ. Τσακαλώτος, επιχειρούν να χαμηλώσουν τον πήχη των προσδοκιών που καλλιεργεί το Μαξίμου για την ελευθερία κινήσεων της χώρας μετά τον Αύγουστο, τόσο η φωνή τους χάνεται μέσα στην κυβερνητική προπαγάνδα.

Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που να δικαιολογεί φόβους για επιστροφή στο παρελθόν, από την προ ημερών αποδοκιμασία μέσω ΕΡΤ των δηλώσεων Τσακαλώτου; Όταν εμμέσως πλην σαφέστατα κατηγορήθηκε ότι υπονομεύει το αφήγημα της καθαρής εξόδου, επειδή υποστήριξε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην εφαρμοστεί η περικοπή συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019.

Έπειτα, είναι η ακόμα μεγαλύτερη εικόνα. H συρρίκνωση της απασχόλησης, που επιτείνεται από την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, μαζί με την υποτονική κατανάλωση όσων έχουν εργασία. Χωρίς η κυβέρνηση να καταφέρνει να χτυπήσει την φοροδιαφυγή, όπως κατέδειξε και η πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, είναι πρακτικά αδύνατο να προσδοκά κανείς στιβαρή ανάπτυξη, όταν το 20% των φορολογουμένων εξακολουθεί να πληρώνει το 80% των φορολογικών εσόδων. Όταν 7 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες και 9 στους 10 αγρότες εξακολουθούν να δηλώνουν εισοδήματα κάτω των 9.000 ευρώ το χρόνο.

Εκτός αν αυξηθούν οι δουλειές μέσα από μαζική επενδυτική έκρηξη, που προς το παρόν δεν διαφαίνεται αφού το εγχώριο και ξένο επιχειρείν ναι μεν βλέπει τις ευκαιρίες, αλλά θεωρεί ισχυρότερους τους πολιτικούς κινδύνους. Και αν στις αποκρατικοποιήσεις υπάρχει κινητικότητα, το θέμα είναι ότι είναι τόσο μεγάλη η υστέρηση επενδύσεων, ώστε το κενό δεν καλύπτεται μόνο με την παραχώρηση λιμανιών, αεροδρομίων και ενεργειακών υποδομών. Από 24% προ κρίσης, οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει στο 12% του ΑΕΠ.

Εξάλλου αν και οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν (κυρίως χάρη στις αποκρατικοποιήσεις), υπολείπονται έναντι της Ε.Ε. Επενδυτικά σχέδια όπως το Ελληνικό εκκρεμούν μήνες ή χρόνια στα συρτάρια των υπουργείων. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσουμε την αρνητική φήμη του ανθρωποδιώκτη των επενδύσεων.

Το ερώτημα επομένως είναι ποια κυβέρνηση θα καταφέρει να ανατρέψει αυτή την εικόνα, και να εκπέμψει ένα σήμα στιβαρής και διατηρήσιμης ανάκαμψης. Σήμα που ίσως κατάφερνε να δώσει η επίσπευση των πολιτικών εξελίξεων, και η συντόμευση του χρόνου των πολιτικών αβεβαιοτήτων, αφού θα περιόριζε τις συνέπειες μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου. Πολλώ δε μάλλον αφού σε περίπτωση που η κυβέρνηση εξαντλήσει την θητεία της, και διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2019, ελάχιστους μήνες μετά, η χώρα πιθανότατα να οδηγηθεί ξανά στις κάλπες λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.

Φωτογραφία: Shutterstock