Η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση που συνδυάζει πολιτική αστάθεια και δημοσιονομικές πιέσεις, με τους διεθνείς οίκους να καταγράφουν ολοένα και πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της χώρας. Το δημογραφικό και κατ’ επέκταση οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας και υγείας στη Γαλλία φαίνεται να είναι καταλύτης στην οικονομική περιδίνηση της.
Το δια ταύτα είναι ότι επειδή η Γαλλία βρίσκεται σε παρατεταμένη πολιτική και οικονομική κρίση, οι αγορές αξιολογούν καθημερινά το ρίσκο και είτε με νέο πρωθυπουργό, είτε με πρόωρες εκλογές, η εξίσωση της δημοσιονομικής προσαρμογής παραμένει δύσκολη. Έτσι, αν συνεχιστεί η αβεβαιότητα θα οδηγήσει σε νέα κύματα πίεσης και ενδεχόμενες υποβαθμίσεις.
Η ING εκτιμά ότι η διάλυση της Βουλής ή ακόμη και η παραίτηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν δεν αποτελούν το πιθανότερο σενάριο, ωστόσο, επισημαίνει ότι το δημοσιονομικό αδιέξοδο βαθαίνει. Το 2023, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας και υγείας έφτασαν το 32,3% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (27,2%) και τείνουν να αυξάνονται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, η γαλλική οικονομία εμφανίζει δυνητική ανάπτυξη μόλις 1,2%, ανεπαρκή για να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ η φετινή πρόβλεψη περιορίζεται στο 0,6%.
Η τράπεζα προβλέπει στασιμότητα στο τέταρτο τρίμηνο, καθώς η αυξημένη αβεβαιότητα μετά τον Αύγουστο ενδέχεται να περιορίσει κατανάλωση, επενδύσεις και απασχόληση. Παράλληλα, το υψηλό κόστος δανεισμού και οι πιέσεις στην αγορά ακινήτων συμπληρώνουν ένα δύσκολο σκηνικό, που αναμένεται να συντηρήσει την πολιτική αστάθεια τα επόμενα χρόνια.
Δυσοίωνο μέλλον κατά Berenberg
Η Berenberg θα λέγαμε ότι βλέπει δυσοίωνα την πολιτική παράλυση στο Παρίσι και θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση είναι ένα «βαρίδι», όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για την Ευρώπη. Όπως σημειώνει, ο Μακρόν διατηρεί έλεγχο στην εξωτερική πολιτική, αλλά όχι στα δημόσια οικονομικά. Ταυτόχρονα η απώλεια στήριξης στον πρώην πρωθυπουργό Μπαϊρού ενισχύει τις πιθανότητες υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, ακόμη και από τη Fitch.
Ο οίκος προειδοποιεί πως η ΕΚΤ θα πρέπει να χειριστεί με προσοχή τη ρητορική της, ώστε να μην πυροδοτήσει αναταράξεις στις αγορές. Το βασικό σενάριο που θέτει είναι ο διορισμός νέου πρωθυπουργού, με προσπάθεια συνεννόησης με τους Σοσιαλιστές, ενώ δεν αποκλείεται μερική αναδίπλωση στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Αντίθετα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα ήταν μια μελλοντική επικράτηση της Λεπέν, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις αγορές, όπως έγινε με τον Τσίπρα το 2015 στην Ελλάδα.
Deutsche Bank: Η επόμενη μέρα
Η Deutsche Bank τονίζει ότι η πτώση της κυβέρνησης ανοίγει νέο κύκλο αβεβαιότητας. Η προτεραιότητα, κατά την άποψή της, είναι ο διορισμός νέου πρωθυπουργού και η έγκαιρη κατάθεση του προϋπολογισμού έως τις 7 Οκτωβρίου. Διαφορετικά, θα χρειαστεί καταφυγή σε ειδική νομοθεσία, με χαλαρότερους στόχους και υψηλότερο έλλειμμα.
Σύμφωνα με τον οίκο, οι ρωγμές στον κυβερνητικό συνασπισμό έχουν ήδη φανεί, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την επόμενη μέρα. Στο επίκεντρο βρίσκεται η πορεία προς έναν προϋπολογισμό με στόχο έλλειμμα 4,6% του ΑΕΠ έως το 2026 και εξοικονόμηση 44 δισ. ευρώ. Μια πιθανή υποβάθμιση από την κατηγορία «διπλό Α» θα ήταν μεν αρνητική, αλλά δεν θα προκαλούσε άμεσα μαζικές πωλήσεις γαλλικών ομολόγων, καθώς οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τον κίνδυνο.
UBS: Περιθώρια συμβιβασμού
Η UBS θεωρεί ότι ο Μακρόν απέφυγε τη ριψοκίνδυνη επιλογή των πρόωρων εκλογών και θα κινηθεί προς τον σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ εκτιμά ότι υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού στον προϋπολογισμό, καθώς η αρχική πρόταση για περικοπές 43,8 δισ. ευρώ υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες. Ένα πιο ήπιο πακέτο, με στόχο έλλειμμα γύρω στο 5% του ΑΕΠ αντί για 4,6%, πιθανόν να γίνει αποδεκτό από τις Βρυξέλλες.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, πάντως, η εικόνα δεν αλλάζει. Τουτέστιν, η Γαλλία θα παραμείνει σε καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος έως το 2029, και με μια πολιτικά ασταθή κυβέρνηση χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
UniCredit: Σενάριο νέων εκλογών
Πιο απαισιόδοξη εμφανίζεται η UniCredit, που εκτιμά ότι τελικά η Γαλλία θα οδηγηθεί σε νέες βουλευτικές εκλογές. Σε αυτή την περίπτωση, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν έχει βάσιμες πιθανότητες να αυξήσει τις έδρες του, αν και δύσκολα θα εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Η αποδυνάμωση της «στρατηγικής ψήφου» κατά της ακροδεξιάς και η κοινωνική δυσαρέσκεια για την οικονομία και τη μετανάστευση ευνοούν την άνοδό της. Η προοπτική αυτή τροφοδοτεί αβεβαιότητα και για τις αγορές, ενώ σύμφωνα με τον οίκο, αν σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση, το spread θα μπορούσε να περιοριστεί κάτω από τις 75 μονάδες βάσης, ενώ σε περίπτωση πρόωρων εκλογών ενδέχεται να ξεπεράσει τις 90.