Ποια δάνεια θα... πέσουν στα χέρια των distress funds

Ποια δάνεια θα... πέσουν στα χέρια των distress funds

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Όταν το σύνολο των δανείων  που έχουν χορηγήσει οι ελληνικές τράπεζες μετά βίας φτάνει τα 204 δισ. ευρώ και αυτά που δεν εξυπηρετούνται αγγίζουν τα 107 δισ. ευρώ, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί σήμερα τη βασική τραπεζική δραστηριότητα.

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι μείζον ζήτημα για την κυβέρνηση, τις τράπεζες και σαφώς την κοινωνία, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η διαχείριση αυτού του τεράστιου όγκου προβληματικών επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων (πάνω από 24 δισ. ευρώ τα «κόκκινα» στεγαστικά, πάνω από 60 δισ. ευρώ τα επιχειρηματικά και πάνω από 15 δισ. ευρώ τα καταναλωτικά).

Άρα, δεν είναι παράλογο που ο Αλέξης Τσίπρας θέτει ως πρωταρχικό στόχο την προστασία της υγιούς επιχειρηματικότητας και των αδυνάμων, ούτε ότι επιθυμεί τον πλήρη αποκλεισμό των distress funds από τη διαδικασία. Το θέμα είναι αν όλα αυτά – μαζί – είναι εφικτά!

Γιατί η συνεργασία των τραπεζών με funds που έχουν... ξανακάνει τη συγκεκριμένη δουλειά θα πρέπει να θεωρείται κάτι παραπάνω από δεδομένη. Αυτό που μένει να δούμε είναι ο «βαθμός εμπλοκής» τους και σε ποιες κατηγορίες δανείων. Το σίγουρο είναι ότι θα ασχοληθούν πρώτα με τα δάνεια από τα οποία θεωρούν ότι θα βγάλουν κέρδος και ο νοών... νοείτω.

Πληροφορίες του liberal.gr αναφέρουν ότι η συνδιαχείριση θα αφορά μεγάλα επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια, ενώ μικρά επιχειρηματικά, μικρά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια το πιθανότερο είναι να εισέλθουν σε μία διαδικασία «αναβίωσης», δηλαδή εξατομικευμένου διακανονισμού.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η αντιμετώπιση των χιλιάδων αιτήσεων για υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη και τα άνω των 8 δισ. ευρώ δανειακά υπόλοιπα που εκτιμάται ότι έχουν «λιμνάσει», κρύβοντας πολλούς «στρατηγικούς κακοπληρωτές».

Στο πρόσφατο παρελθόν πολλοί πίστευαν ότι η δημιουργία μίας bad bank θα έλυνε... δια μαγείας το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Ήταν οι ίδιοι που είχαν ονειρευτεί τη νέα «σεισάχθεια» και τη διαγραφή όλων των βαρών, ιδιωτών και δημοσίου.

Μέχρι που συνειδητοποίησαν το αυτονόητο: ότι δια μαγείας τα δάνεια δεν εξυπηρετούνται, ούτε βρίσκονται τα κεφάλαια που χρειάζονται για να διαγραφούν...

Ας επιστρέψουμε όμως στην πραγματικότητα. Οι συζητήσεις για τη δημιουργία μίας κοινής «κακής» τράπεζας που θα αναλάμβανε να επωμιστεί το βάρος της διαχείρισης των προβληματικών δανείων έδειχναν εξαρχής «προβληματικές» με αποτέλεσμα δύσκολα να... πέρναγε μία τέτοια λύση.

Αφενός δεν το ήθελαν οι τράπεζες και αφετέρου η Τράπεζα της Ελλάδος ζητούσε συγκεκριμένες «εξασφαλίσεις», ενώ το δημόσιο δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή λειτουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Και αν δει κανείς τι συνέβη με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τα δισεκατομμύρια των φορολογουμένων που  έχει χάσει μέχρι σήμερα, τότε μάλλον καλύτερα που δεν εμπλέκεται το κράτος στην υπόθεση bad bank.

Επίσης, τα χρήματα που «επένδυσαν» οι φορολογούμενοι στις τράπεζες μέσω του ΤΧΣ χρησιμοποιήθηκαν για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση, άρα για την δημιουργία των απαραίτητων «μαξιλαριών» για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Γιατί, λοιπόν, να ματώσουν πάλι οι φορολογούμενοι;

Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να πει «γιατί να ιδρύσουμε μία κοινή bad bank που θα θέλει κεφάλαια, τα οποία θα επιβαρύνουν τους φορολογούμενους και να μην αφήσουμε τις τράπεζες να λειτουργήσουν σαν bad bank και να κάνουν τη δουλειά τους έτσι όπως αυτές ξέρουν καλύτερα από τον καθένα»;

Εδώ κάπου μπαίνουν τα distress funds. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει «προειδοποιήσει» από νωρίς ότι θα χρειαστεί η δραστηριοποίηση σχημάτων που εξειδικευόνται στη διαχείριση και ανάκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και μπορεί η ΤτΕ να το αναφέρει στην έκθεσή της, όμως δεν είναι η πρώτη φορά που «δείχνει» τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσει η διαδικασία.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από την πλευρά του, έχει αναφερθεί σε «εξειδικευμένα σχήματα» που θα συμβάλλουν στη διαχείριση των κόκκινων δανείων με βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.

Την ίδια ώρα, στην Ιταλία, η κυβέρνηση θέλει να... ρίξει 330 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια σε μία κοινή bad bank, ενώ η ιρλανδικη bad bank NAMA ανακοίνωσε, μετά από έξι χρόνια λειτουργίας ότι θα κερδίσει από τη διαχείριση των προβληματικών χορηγήσεων 2 δισ. ευρώ.

Άρα γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα μία τέτοια λύση; Αφού όποιος έχει πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια φτιάχνει μία bad bank κα «καθαρίζει», εμείς γιατί το αποκλείσαμε από την πρώτη στιγμή;

Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αφού τόσο στην Ιρλανδία, όσο και στην Ισπανία που λειτούργησαν οι bad bank, υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις για τον τρόπο με τον οποίο «διαχειρίστηκαν» τα funds τα κόκκινα δάνεια.

Στελέχη της αγοράς εξηγούν πως αυτές οι χώρες δεν είχαν (ή έχουν στην περίπτωση της Ιταλίας) να αντιμετωπίσουν ούτε τόσο βαθειά ύφεση, ούτε τόσο μεγάλες πολιτικές αναταράξεις. Επίσης, διαθέτουν πιο σφιχτό νομικό πλαίσιο για τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων και τα προβληματικά στεγαστικά δάνεια. Όλα αυτά, έκαναν πιο ελκυστική τη διαχείριση των δανείων για τα distress funds, ενώ στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Μέχρι την άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών και την μετάλλαξη» του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και του πτωχευτικού νόμου, για να έρθουν τα distress funds στην Ελλάδα έδιναν εξωφρενικά χαμηλές τιμές. «Distress funds έρχονταν πάντα, οι προτάσεις τους ωστόσο στο παρελθόν ήταν τόσο χαμηλές που δεν μπορούσαν να γίνουν σοβαρές συζητήσεις. Επίσης, υπήρξαν παραδείγματα funds που αγόρασαν δάνεια και δεν κατάφεραν τελικά να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι η ελληνική αγορά έγινε τα προηγούμενα χρόνια σχεδόν απαγορευτική», σημειώνει διοικητικός παράγοντας συστημικής τράπεζας.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά και οι τράπεζες είναι έτοιμες να έρθουν σε συμφωνία με εξειδικευμένα funds που θα συνεργαστούν για την διαχείριση κυρίως των επιχειρηματικών δανείων, αλλά και των μεγάλων στεγαστικών που είχαν «αδικαιολόγητα» κολλήσει τα προηγούμενα χρόνια.

Τα καλά και τα κακά της bad bank

Οι υποστηρικτές της bad bank λένε ότι μέσω της λειτουργίας της θα επιταχυνθεί η διαχείρισή τους, που σε άλλη περίπτωση θα πάρει πολλά χρόνια, ισοπεδώνοντας στην κυριολεξία την παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία.

Είναι, με άλλα λόγια, ένας πιο επιθετικός τρόπος διαχείρισης αλλά και πιο αποτελεσματικός από πλευράς χρόνου, που ταυτόχρονα «καθαρίζει» πιο γρήγορα τις τράπεζες και τις καθιστά πιο ελκυστικές στα... μάτια των επενδυτών.

Επίσης, η bad bank μπορεί – θεωρητικά πάντα - να παίξει πιο καθοριστικό ρόλο στην ρευστοποίηση επιχειρήσεων και στους πλειστηριασμούς ακινήτων, σε αντίθεση με την πιο «προσωπική» σχέση των τραπεζών που συνήθως προκαλεί «καθυστερήσεις».

Στον αντίποδα, οι επικριτές του εγχειρήματος προτάσσουν την επιβάρυνση των φορολογούμενων ως την πιο αρνητική επίπτωση, καθώς η bad bank για να λειτουργήσει χρειάζεται κεφάλαια. Όχι μόνο για την αγορά των κόκκινων δανείων, αλλά και για τη λειτουργία της, ενώ δεν αποκλείεται να προκύψουν και ζημιές από μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου που θα αναλάμβανε.