Πάνω από €1,5 δισ. ο μηνιαίος «λογαριασμός» της διαπραγμάτευσης

Πάνω από €1,5 δισ. ο μηνιαίος «λογαριασμός» της διαπραγμάτευσης

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μπορεί στο χθεσινό Eurogroup να έγινε ένα βήμα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όμως η τελική συμφωνία είναι ακόμη μακριά. Το πόσο μακριά θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές ισορροπίες αλλά και τη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει πίσω στις δεδομένες πιέσεις που δέχεται λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία.

Γιατί μπορεί η κυβέρνηση να «πανηγυρίζει», όμως οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών που παρακολουθούν το ελληνικό σίριαλ μάλλον δίνουν μία εντελώς διαφορετική εικόνα. Και αυτό γιατί χάθηκαν ήδη δύο μήνες (έχουν χαθεί αρκετοί περισσότεροι αν λάβουμε υπόψη τις καθυστερήσεις στην πρώτη αξιολόγηση), χωρίς ουσιαστικό κέρδος, αφού η συζήτηση για το χρέος μετατίθεται για μετά τις γερμανικές εκλογές, ενώ η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της ΕΚΤ δεν είναι καθόλου σίγουρη.

Ποιο είναι το κόστος του να… μην κερδίσουμε τίποτα; Η «θανάσιμη» στασιμότητα των δύο πρώτων μηνών του έτους απομακρύνει όλους τους στόχους του 2017 για τράπεζες και οικονομία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αναλυτές να χαρακτηρίζουν εξωπραγματική την πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7%, απίθανη την ελάφρυνση του χρέους και άπιαστο... όνειρο την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.

Στις τράπεζες η εικόνα είναι πραγματικά απογοητευτική. Ενώ σύσσωμες οι επενδυτικές τράπεζες προέβλεπαν πριν από λίγους μήνες μία σειρά θετικών εξελίξεων για τον κλάδο το 2017, η αβεβαιότητα που κυριαρχεί από την αρχή του έτους, λόγω των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις. Όπως ανέφερε το liberal.gr, οι καθαρές εκροές καταθέσεων ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου.

Στην ίδια περίοδο, εκτιμάται ότι έχουν δημιουργηθεί νέα «κόκκινα» δάνεια της τάξης του 1 δισ. ευρώ. Το νέο αυτό μόνο καλό δεν είναι για τις τράπεζες. Διότι στο πλάνο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν νέα NPEs ύψους 30,4 δισ. ευρώ στην τριετία, τα οποία αναμένεται να «αντισταθμιστούν» από την αναταξινόμηση 30,8 δισ. ευρώ NPEs. Η έγκαιρη αναταξινόμηση των δανείων αυτών εξαρτάται από τη νομοθέτηση των απαραίτητων εργαλείων για την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων.

Όμως, όσο δεν νομοθετούνται τα εργαλεία αυτά και οι τράπεζες καθυστερούν την επιθετική αναδιάρθρωση δανείων αφού κανείς δεν βάζει την υπογραφή του, η εμφάνιση νέων «κόκκινων» δανείων θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τους στόχους και συντηρεί τη συζήτηση για το ενδεχόμενο μίας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης.

Παρ' όλα αυτά, ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των εντάσεων στις διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα να κοπάσει η συζήτηση για το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από το ευρώ. Είναι όμως έτσι; Σύμφωνα με την Capital Economics, το γεγονός ότι οι Θεσμοί θα επιστρέψουν στην Ελλάδα για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις οδήγησε μεν σε σημαντική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, αλλά δεν σημαίνει ότι θα επιτευχθεί μία συμφωνία που θα διασφαλίζει το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.

Επίσης, οι Ευρωπαίοι δηλώνουν ότι δεν βιάζονται από τη στιγμή που δεν υπάρχουν σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες και οι συζητήσεις για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν θα συνεχιστούν.

Ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα που είναι μια προϋπόθεση που έχει τεθεί από τη Γερμανία, η Capital Economics εκφράζει επιφυλάξεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ιδίως μετά τα στοιχεία που έδειξαν ότι το τέταρτο τρίμηνο συρρικνώθηκε η οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης φαίνεται να απομακρύνεται και κατά συνέπεια τα ενδεχόμενα Grexit και χρεοκοπίας παραμένουν υπαρκτά.

Με τα κόμματων των ευρωσκεπτικιστών να κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη, υποστηρίζεται ότι το παράθυρο για ένα νέο πρόγραμμα χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ θα κλείσει σύντομα. Με την ίδια λογική, θεωρείται δεδομένο ότι σύντομα δεν θα υπάρχει αρκετή πολιτική στήριξη για άμεση ελάφρυνση του χρέους. Από τη στιγμή που η μελλοντική ελάφρυνση του χρέους ήταν η μοναδική δέσμευση που έκανε τον Αλέξη Τσίπρα να συμφωνήσει στους όρους του προγράμματος, αυτό βάζει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Επιπλέον, υποδεικνύει πως είτε υπάρξει μία γρήγορη λύση στο τρέχον αδιέξοδο, είτε ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση, δεν θα λυθούν τα προβλήματα της Ελλάδας. 

Οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, την επαναφορά του waiver και την χαλάρωση των capital controls το περασμένο καλοκαίρι, ήταν ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν τον Δεκέμβριο του 2016. Έτσι, θα άνοιγε ο «ενάρετος κύκλος» για την οικονομία και οι θετικές εξελίξεις θα παγίωναν την τροχιά ανάκαμψης.

Όπως, ωστόσο, χαρακτηριστικά αναφέρει σε χθεσινή της έκθεση η Goldman Sachs, μετά από 7 χρόνια λιτότητας και οικονομικής «αναστάτωσης» στον απόηχο της δημοσιονομικής κρίσης του 2009-2010 και της επακόλουθης οικονομικής κρίσης που σχετίστηκε με το μπλοκάρισμα των τραπεζικών καταθέσεων στα μέσα του 2015, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να... μετράει τις πληγές της για αρκετό χρόνο ακόμα.

Αν λάβουμε υπόψη τη συμπεριφορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων, οι αγορές προεξοφλούν νέες καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις, όμως αναμένουν συμβιβασμό και τελική συμφωνία πριν φτάσουμε στο καλοκαίρι του 2017 που θα μοιάζει με το καλοκαίρι του 2015. Είναι ενδεικτικό ότι κάθε φορά που διαφαίνεται αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις οι αποδόσεις των διετών ομολόγων της Ελλάδας πλησιάζουν σχεδόν ακαριαία το 10%. Χθες η απόδοση του 10ετούς έφτασε έως το 7,9% για να υποχωρήσει στο 7,54% όταν άρχισε να βγαίνει λευκός καπνός από το Eurogroup, ωστόσο ανέβηκε πάλι στο 7,71%.