Για μια Ελλάδα «που βρίσκεται στο περιθώριο και εντελώς απούσα» κάνει λόγο ο Αντώνης Σαμαράς σε άρθρο του στα ΝΕΑ, εξαπολύοντας ολομέτωπη επίθεση κατά της κυβέρνησης και καταλήγοντας:
«Αλλά θα μου πείτε, αυτή δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη…»
Ο κ. Σαμαράς, προφανώς ξεχνά ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, από την αρχή ακόμα της θητείας της, κλήθηκε να διαχειριστεί πολλαπλές κρίσεις - και το έκανε επιτυχώς.
Πρώτα με την υβριδική επίθεση στον Έβρο, εν μέσω πανδημίας τον Μάρτιο του 2020, όταν και ανάγκασε τον Ερντογάν να υποχωρήσει ταπεινωμένος. Και όλα αυτά με μια ελεεινή τότε αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι, που για μεν την πανδημία απειλούσε με το «μετά θα λογαριαστούμε», ζητώντας ταυτόχρονα με τη νεολαία του το γκρέμισμα του φράχτη του Έβρου. Ενός φράχτη που έκτοτε επεκτάθηκε σημαντικά, κλείνοντας όλα τα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι διακινητές με τις ευλογίες της τουρκικής στρατοχωροφυλακής. Από τότε, οι ροές στον Έβρο σχεδόν μηδενίστηκαν.
Κατόπιν ήρθε η κρίση του Oruc Reis, το καλοκαίρι του 2021, όταν Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου. Και τότε όμως, ο Ερντογάν αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Με τον καιρό, οι σχέσεις εξομαλύνθηκαν χωρίς όμως η Ελλάδα να απολέσει ούτε χιλιοστό των νόμιμων δικαιωμάτων της. Και τα τελευταία δύο χρόνια, οι παραβάσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο με τις υπερπτήσεις των τουρκικών αεροσκαφών σχεδόν μηδενίστηκαν.
Στο μεταξύ, η χώρα υλοποιούσε το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Μεταπολίτευσης. Από τα Rafale και την αναβάθμιση των F-16 στην έκδοση Viper, στις φρεγάτες Belharra, και την παραγγελία των 20 υπερσύγχρονων F-35, από το πρόγραμμα παραγωγής των οποίων η Τουρκία αποκλείστηκε.
Ακολούθησαν ο αντιαεροπορικός θόλος τριών επιπέδων, η προμήθεια υπερσύγχρονων drones, ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών MEKO, των υποβρυχίων και των πυραυλακάτων, αλλά και ένα πρόσθετο γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα 25 δισ. ευρώ σε βάθος 12ετίας, που θα καταστήσει τη χώρα σχεδόν απροσπέλαστη.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέγραψε αμυντικές συμφωνίες με ΗΠΑ, Γαλλία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καθώς και στρατηγικές συμμαχίες με Αίγυπτο, Ισραήλ και Ινδία. Προχώρησε επίσης σε συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία και μερικώς με την Αίγυπτο, ενώ επέκτεινε και τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, από το Ιόνιο μέχρι το Ταίναρο.
Πρόσφατα, υπέβαλε στην ΕΕ τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, αποτυπώνοντας τα απώτατα όρια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας και διατηρώντας ακέραιο το αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας για δυνητική επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Με βάση αυτόν τον σχεδιασμό, κολοσσοί όπως η αμερικανική Chevron εκδήλωσαν ενδιαφέρον για έρευνες νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου.
Τέλος, η Ελλάδα εξελέγη μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διετία 2025–2026 - και εξελέγη και με την ψήφο της Τουρκίας.
Τούτων δοθέντων, εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η άδικη επίθεση του κ. Σαμαρά, τη στιγμή που η χώρα, στην εξαετία Μητσοτάκη, έχει αναβαθμιστεί γεωπολιτικά και ισχυροποιηθεί οικονομικά όσο ποτέ άλλοτε στη Μεταπολίτευση.
Πρόκειται στην ουσία για ένα εθνικιστικό παραλήρημα που σε καμία περίπτωση δεν εδράζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά υπαγορεύεται από προσωπικό μένος και εκδικητικότητα.
Ο ιστορικός του μέλλοντος ασφαλώς θα αποδώσει στον κ. Σαμαρά τα εύσημα για τη συμβολή του στη διάσωση της χώρας τη διετία 2012–2014. Αλλά θα του χρεώσει και την ακατανόητη στάση του τον τελευταίο καιρό, που υπονομεύει συστηματικά μια κυβέρνηση και ένα κόμμα που τον τίμησαν με τα ανώτατα αξιώματα — παρά τα θλιβερά γεγονότα του 1993.
Και στο τέλος της ημέρας, ας του θυμίσουμε ότι η εξωστρεφής Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που αγκάλιασε και πατριώτες του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, κέρδισε τρεις εκλογές στη σειρά με ποσοστά 40% και 41%, ξεδοντιάζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δική του, αντίθετα, Νέα Δημοκρατία, με τη λαϊκοδεξιά ατζέντα, πήρε 18%, στρώνοντας με τα Ζάππεια τον δρόμο των λαϊκιστών προς την εξουσία.
Αν αυτό είναι το πρόβλημά του -όπως βασίμως υποπτευόμαστε- ας μας το πει ευθέως.
Και ας αφήσει τα παραμύθια περί Ελλάδας που είναι δήθεν «απούσα» και δήθεν «στο περιθώριο».
Ας φροντίσει την υστεροφημία του, πριν γίνει πια εντελώς γραφικός, παραπέμποντας στον Μανώλη Αναγνωστάκη:
«Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήταν…»