Π. Λιαργκόβας: Να δοθεί στη δημοσιότητα το σχέδιο ανάπτυξης που ξεπερνά την κυβερνητική θητεία

Π. Λιαργκόβας: Να δοθεί στη δημοσιότητα το σχέδιο ανάπτυξης που ξεπερνά την κυβερνητική θητεία

Του Προκόπη Χατζηνικολάου

Να δώσει σε δημόσια διαβούλευση το «ολιστικό σχέδιο» ανάπτυξης, το οποίο αφορά την επόμενη μέρα και ξεπερνά τη θητεία της τρέχουσας κυβέρνησης προτρέπει τον υπουργό Οικονομικών ο πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Με αφορμή την πρώτη έκθεση για την ελληνική οικονομία από τον νέο επικεφαλής του ΓΠτΒ Φραγκίσκο Κουτεντάκη, ο κ. Λιαργκόβας τονίζει την ανάγκη ύπαρξης ενός στρατηγικού σχεδίου μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει την θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία όπως σημειώνει ο κ. Λιαργκόβας θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση.

Για την εξασφάλιση μιας ελάχιστης συναίνεσης πάνω σε ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής, που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης, έκανε λόγο και ο συντονιστής του Γραφείου, τη στιγμή που η κυβέρνηση αρνείται όχι μόνο να δημοσιοποιήσει το περιεχομένου του σχεδίου στην αντιπολίτευση αλλά και στους παραγωγικούς φορείς που σίγουρα θα είχαν κάτι να προσφέρουν για την μετά το μνημόνιο εποχή.

Η κυβέρνηση ειδικά τα τελευταία 24ωρα ανεβάζει τους τόνους κάνοντας λόγο ακόμα και για αθέτηση των μνημονιακών υποχρεώσεων, όπως η περικοπή των συντάξεων, δημιουργώντας κλίμα με με δηλώσεις ότι το 85% των επαγγελματιών πληρώνει πλέον χαμηλότερες εισφορές, προσπερνώντας ότι το ίδιο 85% δηλώνει χαμηλότερα εισοδήματα συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια ή ότι το 2019 θα αυξηθούν εκ νέου οι ασφαλιστικές εισφορές.

Στο σημείο αυτό πρώην γενικός γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής επισημαίνει, ότι «απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση, ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος», υποστηρίζοντας ότι προτεραιότητα πρέπει να είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν με φιλόδοξο τρόπο.

Επί της ουσίας διαφοροποιείται από το πολιτικό παιχνίδι της κυβερνήσεως και μάλιστα αναγνωρίζει ότι τα υπερπλεονάσματα αφαίρεσαν πόρους από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και συνεπώς η επίτευξη τους «ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ το δέον περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής».

Την αναφορά αυτή σχολιάζει και ο κ. Λιαργκόβας τονίζοντας ότι «ορθά αναγνωρίζει (σ.σ. το ΓΠτΒ) ότι τα υπερπλεονάσματα βλάπτουν την πραγματική οικονομία. Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής».

Πρόκληση η αποκλιμάκωση των χρεών

Το Γραφείο κάνει συστάσεις για τις προσδοκίες που δημιουργούνται για την ευνοϊκή αντιμετώπιση των οφειλετών του Δημοσίου. Όπως τονίζεται « η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες «ευνοϊκές» ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση. Οι όροι και οι προϋποθέσεις των επιμέρους ρυθμίσεων θα πρέπει να ακολουθούν ενιαίους και διαφανείς κανόνες που θα καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο και θα εφαρμόζονται με σχετικά αυτόματο τρόπο». Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το σύνολο των οφειλών υπολογίζονται σε 130 δισ. ευρώ και αφορά τις οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες (31 δισ. ευρώ) και προς το δημόσιο (99 δισ. ευρώ αντίστοιχα), ποσό στο οποίο προστίθενται τα 95 δισ. «κόκκινων» οφειλών προς τράπεζες και τα 330 δισ. ευρώ του κρατικού χρέους.

Μία ακόμη διαφοροποίηση του κ. Κουτεντάκη από την κυβερνητική γραμμή είναι οι απόψεις του για την «καθαρή έξοδο» αφήνοντας να εννοηθεί ότι η εποπτεία δεν θα είναι ακριβώς όπως των άλλων χωρών.

Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το επίσημο πλαίσιο για την «Άσκηση Εποπτείας μετά το πρόγραμμα» του Κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές και ότι «οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί τους επόμενους μήνες». Σε ότι αφορά τη ρύθμιση του χρέους το Γραφείο υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να είναι αυστηρή η αιρεσιμότητα, γιατί αυτό θα προκαλέσει αβεβαιότητα και θα αυξήσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.