Οι δώδεκα μέρες που θα κρίνουν την έξοδο από το Μνημόνιο

Οι δώδεκα μέρες που θα κρίνουν την έξοδο από το Μνημόνιο

Του Προκόπη Χατζηνικολάου

Ένα 12ήμερο φωτιά μέχρι το Eurogroup της Σόφιας (27 Απριλίου) έχει μπροστά της η κυβέρνηση, διάστημα στο οποίο θα πρέπει να έχει παρουσιάσει το αναλυτικό αναπτυξιακό σχέδιο για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος και σε κάθε περίπτωση μία βελτιωμένη εικόνα σχετικά με τα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης.

Κυρίως θα πρέπει να δώσει έμφαση στο σχέδιο που θα ακολουθήσει μετά το Μνημόνιο και να αφαιρέσει τα προεκλογικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η αύξηση των μισθών και οι φοροελαφρύνσεις-φοροαπαλλαγές που περιλαμβάνονται. Τα στοιχεία αυτά εξόργισαν όπως φαίνεται τους ευρωπαίους εταίρους, φοβούμενοι ξεκάθαρα πλέον ότι η κυβέρνηση έχει εκ νέου τάσεις επιστροφής στην πολιτική του «δώστα όλα» για να διατηρηθεί στην εξουσία.

Την ίδια στιγμή οι συζητήσεις για το χρέος έχον ξεκινήσει δυναμικά. Η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί το νούμερο ένα θέμα για τους Ευρωπαίους εταίρους, την Αθήνα αλλά και το ΔΝΤ. Ειδικά, το Ταμείο δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα εάν το χρέος δεν καταστεί βιώσιμο. Οι Ευρωπαίοι έχουν στην φαρέτρα τους τη λύση αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συμφωνήσουν και οι Γερμανοί. Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο επιμήκυνσης του χρέους προβλέπει τη μετάθεση των πληρωμών των επόμενων τριών ή τεσσάρων ετών στο μέλλον έτσι ώστε η Ελλάδα να ελαφρυνθεί από τις υψηλές δόσεις των επόμενων ετών. Ταυτόχρονα και με δεδομένο ότι οι δόσεις από των επομένων 4 ετών είναι ιδιαίτερα υψηλές το χρέος αυτόματα θα καταστεί βιώσιμο και θα συμμετάσχει και το ΔΝΤ.

Για να γίνει αυτό ο ESM θα πρέπει να προχωρήσει στην αγορά μέρους ή του συνόλου των δανείοων του ΔΝΤ ακόμα και της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό θα γίνει από τα αδιάθετα του προγράμματος. Στην περίπτωση που συμφωνηθει κάτι τέτοιο οι υποχρεώσεις της Ελλάδας θα είναι ελάχιστες για τα επόμενα 3-4 χρόνια και ενδεχομένως να μην χρειαστεί να βγει και στις αγορές.

Από την άλλη το ύψος των δόσεων για την περίοδο μετά το 2022-2023 θα συνδεθεί με την ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας. Όσο αυξάνεται ο δείκτης της ανάπτυξης θα πληρώνονται κανονικά οι δόσεις, ενώ αντίθετα εάν ο δείκτης πέφτει, θα μειώνονται και τα ποσά. Το ζήτημα είναι εάν θα ζητηθούν επιπλέον μέτρα ώστε η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μείωσης των τοκοχρεωλυσίων.
Πολιτικά η λύση της μετάθεσης πληρωμών των υποχρεώσεων για 3-4 έτη βολεύει το κυβερνών κόμμα. Δηλαδή, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα παρουσιάσει ως επιτυχία μία τέτοια εξέλιξη ωστόσο, θα πρόκειται για αποτυχία του προγράμματος, δεδομένου ότι στόχος μετά το τέλος των μνημονίων ήταν και παραμένει, η Ελλάδα να έχει πρόσβαση στις αγορές χωρίς να χρειάζονται μεθοδεύσεις τέτοιους είδους. Ταυτόχρονα το χρέος θα διογκωθεί καθώς τα ποσά αυτά θα καταβληθούν σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κάτι που σημαίνει ότι οι τόκοι θα «τρέχουν».

Αν και πρόκειται για μία καταρχήν θετική εξέλιξη ο κίνδυνος να εκμεταλλευτεί πολιτικά η κυβέρνηση το θέμα του χρέος «ξεχνώντας» τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν όχι μόνο στο πλαίσιο του προγράμματος αλλά και διότι οι μεταρρυθμίσεις ευνοούν την ανάπτυξη της χώρας είναι ορατός.

Πάντως το πως λειτουργούν τα κράτη χωρίς πισωγυρίσματα και τρικ διαπίστωσε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτος στη συνάντηση του με τον Γερμανό ομόλογο του Ολαφ Σολτς. Διαπίστωσε ότι το γερμανικό κράτος έχει συνέχεια. Δηλαδή, ο κ. Σολτς συνεχίζει την πολιτική, στην παρούσα φάση, του προκατόχου του Β. Σόιμπλε.