Δεν έβγαλαν «λευκό καπνό» οι προσπάθειες για να πραγματοποιηθεί πριν από το καλοκαίρι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας και η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, με τις σχέσεις των δύο χωρών να έχουν επιβαρυνθεί καθώς η Τουρκία επιχειρεί να ανανεώσει και να επαναβεβαιώσει τις αμφισβητήσεις της έναντι της χώρας μας.
Η «πονεμένη» ιστορία του ΑΣΣ ξεκίνησε πέρυσι το φθινόπωρο, όταν είχε αναγγελθεί η πραγματοποίησή του για τις αρχές του 2025, και έκτοτε ακολούθησαν αρκετές συναντήσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών. Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν και έτσι τώρα θεωρείται δεδομένο ότι μετατίθεται εκ νέου για το φθινόπωρο.
Η ελληνική πλευρά, πέραν της αδικαιολόγητης υπεραισιοδοξίας που τη διακατείχε σε ό,τι αφορά την πραγματοποίησή του, ήθελε να κρατήσει ζωντανή τη διαδικασία, ελπίζοντας ότι χωρίς να χρειαστεί μια συνάντηση Κορυφής, η οποία εκ των πραγμάτων θα απαιτούσε να τεθεί μια ιδιαίτερα δύσκολη ατζέντα, θα μπορούσε να διατηρήσει τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο.
Και αυτό σε μια περίοδο καταιγιστικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, με το δείγμα γραφής που έδωσε για αυτή την παρεμβατικότητα σε περιφερειακές κρίσεις ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και ενόψει του ανασχεδιασμού της αρχιτεκτονικής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Βεβαίως, ο αντίλογος που διατυπώνεται είναι ότι, όσο δεν αντιμετωπίζεται κατάματα η αδυναμία αυτής της διαδικασίας επαναπροσέγγισης να οδηγήσει σε χειροπιαστά αποτελέσματα στα Ελληνοτουρκικά, η Τουρκία τη χρησιμοποιεί για τον εξωραϊσμό της διεκδικητικής, αναθεωρητικής πολιτικής της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον τείνει να εξελιχθεί σε κυρίαρχη αντίληψη, ακόμη και στο εσωτερικό της ΕΕ, ότι η Τουρκία είναι «στρατηγικός σύμμαχος και εταίρος» της Ευρώπης – ακόμη και για τον κρίσιμο πυλώνα της Ευρωπαϊκής Άμυνας. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συνομιλούν απευθείας με την Τουρκία και πιέζουν για μεγαλύτερη προσέγγισή της με την Ευρώπη.
Σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως η Τελωνειακή Ένωση, δύσκολα θα ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις της Λευκωσίας και της Αθήνας. Ωστόσο, σε άλλα ζητήματα καταβάλλεται προσπάθεια παράκαμψης των θέσεων που έχει εκφράσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, θέτοντας όρους για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Πιο κραυγαλέο δείγμα αυτής της νέας εποχής που διαμορφώνεται στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι η δυνατότητα πλέον της Τουρκίας να συμμετέχει σε ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα, είτε μέσω του «οχήματος» εξαγοράς ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών (όπως έγινε με την ιταλική Piaggio Aerospace), είτε απευθείας, απευθυνόμενη σε χώρες που αναζητούν φθηνά drones ή εξοπλισμό για την κάλυψη των αναγκών της Ουκρανίας.
Όμως, παρά τις δηλώσεις περί «βέτο» που εξασφάλισε η Ελλάδα στο πλαίσιο του κανονισμού SAFE, είναι ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή ότι στο πλαίσιο του κανονισμού, οι αποφάσεις που αφορούν στο 35% του έργου λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία, ενώ για τις συμφωνίες που αφορούν στο 65% των έργων πιθανόν να απαιτείται η σύναψη συμφωνιών με τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη, οπότε και θα προβλέπεται η ομοφωνία.
Η Ελλάδα, δημοσίως, έχει ταχθεί υπέρ του αυστηρού ελέγχου για το πώς θα κατευθυνθούν παραγγελίες για εξοπλισμό της Ευρώπης σε τρίτες χώρες και μάλιστα στα συμπεράσματα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής γίνεται αναφορά σε «ομονοούσες» χώρες που ασπάζονται τις βασικές αρχές της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας.
Η καμπάνια της Ελλάδας αφορά και τη διατήρηση των εμποδίων στην πώληση των Eurofighter Typhoon με πυραύλους Mistral προς την Τουρκία, καθώς και τη συνέχιση του αποκλεισμού της από το πρόγραμμα των F-35, κάτι στο οποίο έχει ισχυρό σύμμαχο το Ισραήλ.
Τις τελευταίες εβδομάδες, όμως, με το γεωπολιτικό ενδιαφέρον να έχει μετατοπιστεί προς τη Μέση Ανατολή, η Τουρκία ελπίζει να αποκτήσει ισχυρή μόχλευση ώστε να επιτύχει άμεσα την άρση των περιορισμών για τα Eurofighter και ταυτόχρονα να πείσει τον πρόεδρο Τραμπ ότι είναι προς το συμφέρον των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ αλλά και της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας η κατάργηση των κυρώσεων βάσει της νομοθεσίας CAATSA.
Αυτό θα άνοιγε τον δρόμο για την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, την πώληση των F-16 αλλά και την ανεμπόδιστη εξαγωγή προς την Τουρκία κινητήρων, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την εμπορική εκμετάλλευση του σχεδίου για το τουρκικό μαχητικό ΚΑΑΝ.
Η Άγκυρα έχει καταγράψει αυτές τις κινήσεις της Αθήνας με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο, κάτι που προστίθεται στο ήδη επιβαρυμένο κλίμα, λόγω των διεκδικήσεων της Τουρκίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Η επικαιροποίηση του Τουρκολιβυκού Μνημονίου, που επιχειρείται με τον «αξιοθαύμαστο» συντονισμό Άγκυρας, Τρίπολης και Βεγγάζης, στοχεύει στο να θέσει την Ελλάδα υπό «ομηρία» και να ασκήσει πίεση στην ελληνική πλευρά.
Ο ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτης θα επιχειρήσει αύριο στη Βεγγάζη, στη συνάντησή του με τον στρατηγό Χαφτάρ, να διερευνήσει τις προθέσεις του ισχυρού άνδρα της Ανατολικής Λιβύης και να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει συνεπής στη στάση αποδοκιμασίας του Μνημονίου.
Αναμένεται, επίσης, να προτείνει και στην Ανατολική Λιβύη την έναρξη επαφών και διαλόγου για το θέμα της οριοθέτησης, αν και η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να υπερπηδήσει το γεγονός ότι η Ανατολική Λιβύη και η «κυβέρνησή» της δεν αναγνωρίζονται διεθνώς.
Επίσης, οι επαφές με τον στρατηγό Χαφτάρ, χωρίς να είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αποδώσουν, θα μπουν και στο μικροσκόπιο της κυβέρνησης της Τρίπολης, την οποία προγραμματίζεται να επισκεφθεί ο κ. Γεραπετρίτης στις 15 Ιουλίου.
Η Ελλάδα, βεβαίως, σε ό,τι αφορά τη λιβυκή πλευρά της παράνομης οριοθέτησης Τουρκίας - Λιβύης, έχει κινηθεί σωστά, προκαλώντας τα τετελεσμένα με την οριοθέτηση οικοπέδων, τα οποία έχουν δοθεί ή θα δοθούν σε διεθνείς διαγωνισμούς. Τα εξωτερικά όρια των οικοπέδων αυτών συμπίπτουν με τη μέση γραμμή, όπως έχει καθοριστεί μονομερώς βάσει του Νόμου Μανιάτη.
Οι αντιδράσεις από την Τρίπολη, τη Βεγγάζη και την Άγκυρα στην ειδική αναφορά που υπήρξε στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, η οποία για ακόμη μία φορά αποδοκίμασε το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο, δείχνουν τη βούληση της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ασταθή πολιτική κατάσταση στη Λιβύη ώστε να προωθήσει και να κατοχυρώσει το Μνημόνιο και από την πλευρά της Λιβύης.
Διότι, σε ό,τι αφορά την τουρκική πλευρά, η Άγκυρα έχει ήδη κάνει βήματα κατοχύρωσης του μνημονίου, εις βάρος μάλιστα της οριοθετημένης ελληνικής ΑΟΖ (βάσει της Ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας), με ενδεικτικό παράδειγμα την υπόθεση των ερευνών για το καλώδιο της διασύνδεσης Κρήτης - Κύπρου.
Η Αθήνα, έχοντας μετρήσει τις αντιδράσεις της Τουρκίας σε δύο σημαντικά βήματα για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, τον ΘΧΣ (Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό) και τα θαλάσσια πάρκα, μέχρι στιγμής έχει δείξει ότι δεν θέλει το επόμενο βήμα να προκαλέσει αντίδραση επί του πεδίου και κινείται σε μια λεπτή ισορροπία, ώστε αυτό να μην εκληφθεί ως υποχώρηση από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων λόγω των τουρκικών απειλών.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ο ΘΧΣ παραμένει ακόμη στα χαρτιά και δεν έχει κατατεθεί επισήμως στην Κομισιόν, ενώ το θαλάσσιο πάρκο στο Αιγαίο τελικά συρρικνώθηκε σε «Πάρκο των Νοτίων Κυκλάδων», το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν καλύπτει νησίδες και βραχονησίδες που εμπίπτουν στις «γκρίζες ζώνες» της Τουρκίας και περιορίζεται στα χωρικά ύδατα των 6 ν.μ.. Και πάντως ούτε και το σχέδιο του πάρκου έχει έρθει προς έγκριση.
Η αλλαγή ισορροπιών στην περιοχή και οι σχεδιασμοί Τραμπ αποτελούν έναν ακόμα ανασταλτικό παράγοντα. Η ενίσχυση της Τουρκίας, αλλά και ο ρόλος του Αμερικανού Πρέσβη στην Άγκυρα (όταν έχουμε ακέφαλη την αμερικανικη πρεσβεία στην Αθήνα και η Ελληνίδα πρέσβης στην Ουάσιγκτον είναι υπό απομάκρυνση), δημιουργούν συνθήκες ασυμμετρίας. Υπάρχει βεβαίως επαφή με τον Μάρκο Ρούμπιο, κάτι που είναι θετικό, αλλά όχι επαρκές για να επηρεάσει αποφάσεις του ίδιου του Ν. Τραμπ.