Σε μία υπολογισμένη στρατηγική κίνηση που, όπως αποδεικνύεται προετοίμαζε εδώ και καιρό, το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία αναγνώρισε επίσημα το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν και η σημαία των Ταλιμπάν υψώθηκε πάνω από την αφγανική πρεσβεία στη Μόσχα.
Αφότου οι Ταλιμπάν επανήλθαν στην εξουσία του Αφγανιστάν, τον Αύγουστο του 2021, το Κρεμλίνο είχε υιοθετήσει μια στάση σιωπηρής προσέγγισης έναντι του πλέον ακραίου και σκοταδιστικού καθεστώτος στον πλανήτη, κρατώντας ανοιχτούς τους διπλωματικούς διαύλους επικοινωνίας μέσω επιτετραμμένου των Ταλιμπάν στη Μόσχα και διατηρώντας τη ρωσική πρεσβεία στην Καμπούλ. Η τελευταία κίνηση της διπλωματικής αναγνώρισης αποτελεί αναβάθμιση σε πλήρη και επίσημη υποστήριξη της μέχρι σήμερα άτυπης σχέσης της Μόσχας με το ισλαμιστικό καθεστώς της Καμπούλ.
Το έδαφος για την απόφαση αυτή της 3ης Ιουλίου είχε ήδη προλειανθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας από τον περασμένο Απρίλιο είχε αφαιρέσει το κίνημα των Ταλιμπάν από τον ρωσικό κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, ενώ αντιπροσωπείες τους είχαν λάβει πρόσκληση για το Φόρουμ του Καζάν με αντικείμενο «Ρωσία και Ισλαμικός Κόσμος», τον Μάιο, ενώ πριν από λίγες μόλις εβδομάδες (18-21 Ιουνίου) αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν συμμετείχε στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης.
Είχαν προηγηθεί τα αιτήματα από τα ρωσικά υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης προς το πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για την αφαίρεση των Ταλιμπάν από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, στον οποίον οι Ταλιμπάν βρίσκονταν από το 2003, μαζί με άλλες τρομοκρατικές ομάδες, όπως η Αλ Κάιντα, για την υποστήριξη που παρείχαν σε ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ομάδες στον Βόρειο Καύκασο.
Το Καζακστάν είχε λάβει ανάλογη απόφαση από τον Δεκέμβριο του 2023, ενώ στο Ουζμπεκιστάν, οι Ταλιμπάν ποτέ δεν είχαν χαρακτηριστεί εξτρεμιστές. Μάλιστα, οι διπλωμάτες του Ουζμπεκιστάν έχουν αναλάβει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διεθνούς αναγνώρισης των Ταλιμπάν.
Διπλωματικοί αναλυτές ερμηνεύουν τη απόφαση του Κρεμλίνου ως μέρος μίας ευρύτερης στρατηγικής για την αύξηση της ρωσικής επιρροής στη Νότια και Κεντρική Ασία, καθώς έτσι αλλάζει η δυναμική των περιφερειακών δυνάμεων, με μία επιλογή που ταιριάζει στον πραγματισμό και την ιδιοτέλεια της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής.
Με την επίσημη αναγνώριση των Ταλιμπάν, η Ρωσία προσβλέπει στην ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων με το Αφγανιστάν, με στόχο να γίνει στρατηγικός προμηθευτής και εταίρος στο εμπόριο πετρελαίου, φυσικού αερίου και σιτηρών και να λάβει τη μερίδα του λέοντος στα έργα υποδομής για την ανοικοδόμηση της χώρας. Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν αρχίσει και πάλι να μιλούν για τη χρήση του Αφγανιστάν ως κόμβου διαμετακόμισης για την εξαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ινδία και την μεταφορά εμπορικών αγαθών μέσω λιμανιών του Πακιστάν. Ωστόσο, όλα αυτά απαιτούν την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου που θα διασχίζει τα δύσβατα αφγανικά βουνά και την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία σήμερα καταλήγει στην πόλη Μαζάρ-ι-Σαρίφ στα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν.
Η παρουσία των Ταλιμπάν στα προαναφερθέντα σημαντικά οικονομικά φόρουμ της Ρωσίας υποδηλώνει μια προσπάθεια ενσωμάτωσης του Αφγανιστάν στο ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό δίκτυο της Μόσχας στον ισλαμικό κόσμο.
Όμως, παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις παραμένουν το ζητούμενο στο Αφγανιστάν, στα τρία χρόνια της εξουσίας τους οι Ταλιμπάν έχουν δημιουργήσει ελάχιστα λειτουργικά θεσμικά όργανα και δεν είναι καν σαφές ποιος κυβερνά τη χώρα. Κυκλοφορεί μάλιστα η φήμη ότι ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης των Ταλιμπάν, Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα, έχει σκοτωθεί.
Η ενίσχυση, εξάλλου, της οικονομικής επιρροής της Ρωσίας στο Αφγανιστάν ενδέχεται να αμφισβητηθεί από την Κίνα, η οποία έναντι της οικονομικής στήριξης που παρέχει στους Ταλιμπάν εποφθαλμιά τους φυσικούς πόρους της χώρας.
Στον στίβο του οικονομικού ανταγωνισμού επί αφγανικού εδάφους δεν διαγκωνίζονται μόνο η Μόσχα και το Πεκίνο, αλλά παρόν δηλώνει και το Καζακστάν. Ο όγκος του διμερούς εμπορίου της Αστάνα με την Καμπούλ παραμένει ασαφής - κυμαίνεται κάπου μεταξύ των 340 εκατ. και ενός δισ. δολαρίων. Επικαλούμενο στοιχεία του Ρωσικού Επιχειρηματικού Κέντρου στο Αφγανιστάν, ανάλυση του Carnegie Endowment με την υπογραφή του Κιρίλ Κριβοσέεφ, αναφέρει ότι ο αντίστοιχος όγκος συναλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Αφγανιστάν εκτιμάται στο 1 δισ. δολάρια, ενώ ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός, Αλεξέι Οβερτσούκ, αναφέρει το αρκετά πιο «μετριοπαθές» ποσό των 560 εκατ. δολαρίων. Οι συνθήκες πάντως φαίνεται ότι ευνοούν το Καζακστάν απ' ό,τι τη Ρωσία, καθώς το πρώτο μπορεί να παρέχει στο Αφγανιστάν τα βασικά προϊόντα που χρειάζεται, όπως σιτηρά και πετρέλαιο, πιο γρήγορα και φθηνότερα από τη Μόσχα.
Όσον αφορά στον τομέα της ασφάλειας, η Ρωσία προσβλέπει μέσω της αποκατάστασης διπλωματικών σχέσεων με το καθεστώς των Ταλιμπάν να καταστεί πιο αποτελεσματική η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η διακίνηση ναρκωτικών. Η Μόσχα βρίσκεται αντιμέτωπη με τρομοκρατικές απειλές από ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, ιδίως από το Ισλαμικό Κράτος της Επαρχίας Χορασάν (ISIS-K). Τον Μάρτιο του 2024, τέσσερις οπλισμένοι άνδρες του ISIS-K από το Τατζικιστάν εξαπέλυσαν επίθεση σε μια αίθουσα συναυλιών στο Κρασνογκόρσκ της Ρωσίας, σκοτώνοντας 149 άτομα. Ήταν η πρώτη επίθεση της ομάδας εκτός των συνόρων του Αφγανιστάν.
Η διπλωματική αναγνώριση του καθεστώτος Ταλιμπάν από τη Ρωσία θα μπορούσε να ενθαρρύνει και άλλες χώρες να πράξουν το ίδιο, ιδίως η Κίνα, οι αραβικές χώρες του Κόλπου και οι δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, με βάση υπολογισμούς τους στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας. Η Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν ήδη δεχτεί τους απεσταλμένους που όρισε η κυβέρνηση των Ταλιμπάν.
Ως πιθανά σενάρια βρίσκονται επίσης στο τραπέζι η ένταξη στην υπό ρωσική ηγεσία Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, στην κινεζική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» ή στην Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης. Ήδη, χθες, η σημαία των Ταλιμπάν κυμάτισε στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας (ECO) στο Αζερμπαϊτζάν.
Μακροπρόθεσμα, η κίνηση της Μόσχας δεν αποκλείεται να ανοίξει τον δρόμο για να αναδειχθεί και πάλι το Αφγανιστάν σε κομβικό σημείο των γεωπολιτικών συσχετισμών.
Για τον Δρ. Μάθιου Σμιντ, καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χέιβεν, η αναγνώριση των Ταλιμπάν από τη Ρωσία αντικατοπτρίζει την άποψη του Πούτιν για τις διεθνείς σχέσεις, όπου η κυριαρχία είναι η μόνη αξία. «Η συμπεριφορά ενός καθεστώτος έναντι των δικών του πολιτών δεν έχει καμία επίδραση στον τρόπο με τον οποίο ο Πούτιν βλέπει τη νομιμότητα και την κυριαρχία αυτού του καθεστώτος», δηλώνει ο καθηγητής Σμιντ στο National Interest και εκτιμά ότι «η αναγνώριση των Ταλιμπάν είναι ένας ακόμη τρόπος να δημιουργηθεί αναστάτωση στο διεθνές σύστημα, επειδή η βία που ασκεί το καθεστώς αποτελεί επίθεση στις δυτικές αξίες».