Μερικές φορές η ιστορία επιστρέφει όχι μόνο σαν υπενθύμιση, αλλά σαν ανησυχητική ερώτηση. Η πρόσφατη επίσκεψη της Άγκελα Μέρκελ στην Αθήνα - σε μια συγκυρία που συμπίπτει με την επέτειο του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015 και τη συμπλήρωση έξι ετών από την ανάληψη της εξουσίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη - επαναφέρει στο προσκήνιο το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας: Τη βιωσιμότητα του πολιτικού κέντρου.
Ένα κέντρο που τα τελευταία χρόνια σήκωσε την ευθύνη να προστατεύσει τις κοινωνίες από αλλεπάλληλες κρίσεις, αλλά σήμερα μοιάζει να αμφισβητείται παντού. Είναι αυτό το μοντέλο ένα τυχαίο ιστορικό διάλειμμα ή μπορεί να αποδειχθεί δομικά ανθεκτικό σε μια εποχή που τα άκρα σηκώνουν κεφάλι;
Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη μοιάζει, σε πολλά σημεία, με εκείνη που οικοδόμησε η Μέρκελ στη Γερμανία: Μια κεντροδεξιά πλατφόρμα που διευρύνεται προς το κέντρο, ενσωματώνει μετριοπαθείς σοσιαλδημοκρατικές αναφορές, επενδύει σε τεχνοκρατική διαχείριση και κρατά χαμηλούς τόνους στην πολιτική σύγκρουση.
Η ίδια η εκλογική γεωγραφία της Νέας Δημοκρατίας το 2019 και το 2023 θυμίζει τις μεγάλες νίκες της CDU/CSU στα χρόνια Μέρκελ - κυριαρχία χάρη σε μια ετερόκλητη πλειοψηφία που συνενώνει φιλελεύθερους, συντηρητικούς, κεντρώους, ακόμα και απογοητευμένους πρώην κεντροαριστερούς. Η πολιτική επιστήμη το ονομάζει «catch-all party», το κόμμα ευρείας αποδοχής, το οποίο σύμφωνα με τον Otto Kirchheimer και μεταγενέστερα τον Peter Mair, μπορεί να διεκδικεί ηγεμονία, αλλά πάντα κινδυνεύει να αποκοπεί από τα κοινωνικά ρεύματα που το θρέφουν.
Η κοινωνιολογία, από τον Max Weber κιόλας, μας θυμίζει πως η τεχνοκρατική διακυβέρνηση δεν είναι ουδέτερη. Όταν η καθημερινή ζωή των πολιτών γεμίζει ανασφάλεια - οικονομική, πολιτισμική, ταυτότητας — τότε η πολιτική ψυχολογία, όπως τη μελετούν οι George Marcus και Russell Neuman, μας δείχνει πως οι πολίτες γίνονται πιο δεκτικοί σε απλουστευτικές αφηγήσεις που υπόσχονται «καθαρή» ταυτότητα και σαφείς εχθρούς.
Η άνοδος της ακροδεξιάς σχεδόν παντού στην Ευρώπη, αλλά και η δυναμική επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνουν ότι αυτό το υπόστρωμα είναι ισχυρότερο από όσο πολλοί πίστευαν. Στη Γερμανία, η CDU μετά τη Μέρκελ προσπαθεί να ξαναβρεί βηματισμό υπό τον Friedrich Merz, ο οποίος υπόσχεται εκλογική κυριαρχία με μια πιο καθαρή συντηρητική ταυτότητα και με την ψήφο-ανάχωμα απέναντι στην AfD - όχι όμως με την παλιά «τριγωνοποίηση» της Μέρκελ που συγκρατούσε το κέντρο.
Στη Γαλλία, ο Μακρόν, χωρίς βαθιά κομματική ρίζα, επιχείρησε να προσωποποιήσει το πολιτικό κέντρο ως εγγυητή της «λογικής Ευρώπης», αλλά σήμερα βλέπει το οικοδόμημά του να δοκιμάζεται από την κανονικοποίηση της Λεπέν και τη ριζοσπαστικοποίηση στα αριστερά.
Ο Antonio Gramsci, υπενθυμίζει ότι κάθε ηγεμονία γεννά και τον σπόρο της αμφισβήτησής της: Οι «παλιές βεβαιότητες» πεθαίνουν, αλλά οι νέες δεν έχουν ακόμα γεννηθεί - κι έτσι οι κοινωνίες μένουν σε ένα γκρίζο μεταίχμιο όπου τα άκρα αντλούν οξυγόνο. Στην Ελλάδα, παρά την ευρεία εκλογική νίκη της ΝΔ, οι κρίσεις - από τα Τέμπη έως τα πρόσφατα σκάνδαλα για τις αγροτικές επιδοτήσεις - δείχνουν ότι η κοινωνική συναίνεση είναι πάντα υπό αίρεση. Η «απολιτικοποίηση» μπορεί εύκολα να γίνει κυνισμός και ο κυνισμός είναι το λίπασμα για τον λαϊκισμό που υπόσχεται να «τα γκρεμίσει όλα».
Απέναντι σε αυτή την αβεβαιότητα, υπάρχουν ακόμα θεωρητικοί και πρακτικοί υπερασπιστές του κεντρισμού που προσφέρουν πυξίδα σε όποιον θέλει να την αναζητήσει. Ο John Rawls, με την «επικαλυπτόμενη συναίνεση», έθεσε το ερώτημα: πώς μπορούν πολίτες με ασύμβατες αξίες να συνυπάρχουν χωρίς βία; Ο Isaiah Berlin μίλησε για τη «θετική και αρνητική ελευθερία» που πάντα συγκρούονται αλλά δεν ακυρώνουν η μία την άλλη· το κέντρο είναι το πεδίο της διαπραγμάτευσης. Πιο σύγχρονός μας, ο Yair Zivan, σε κείμενά του για τον κεντρώο ριζοσπαστισμό, υποστηρίζει ότι το κέντρο δεν είναι «ούτε-ούτε», αλλά η μόνη ρεαλιστική άμυνα απέναντι στη δημαγωγία: ένα δίκτυο συνεργασίας, θεσμών και κοινωνίας που επενδύει στη συνεννόηση αντί για τον φόβο.
Κι όμως, η μεγάλη πρόκληση είναι κοινωνιολογική: ο κατακερματισμός των ταυτοτήτων και η έκρηξη ψηφιακών μικρόκοσμων κάνουν την πολιτική ενότητα διαρκώς πιο δύσκολη. Ο David Held και ο Zygmunt Bauman είχαν από νωρίς περιγράψει την «ρευστότητα» του μετανεωτερικού πολίτη: Πολλαπλές ταυτότητες, εναλλασσόμενες συμμαχίες, μικρές κοινότητες νοήματος που συχνά συγκρούονται. Η κοινωνία που παρήγε τον παλιό μαζικό ψηφοφόρο έχει μεταβληθεί σε άθροισμα ασυμβίβαστων απαιτήσεων. Πώς θα φτιάξεις ένα κόμμα που να εκφράζει μονίμως αυτή τη ρευστότητα χωρίς να παγιδεύεσαι σε έναν άνευρο πραγματισμό;
Η απάντηση, αν υπάρχει, είναι ο επανακαθορισμός του ρόλου του κέντρου. Όχι ως ζώνη ασφαλείας για καριερίστες της εξουσίας, αλλά ως πεδίο ζωντανής δημοκρατίας που αντέχει στη σύγκρουση και την απορροφά δημιουργικά. Ένα κόμμα κέντρου που θέλει να είναι «catch-all» στον 21ο αιώνα δεν αρκεί να διευρύνει λίστες υποψηφίων ή να ψαρεύει σε ξένα νερά. Οφείλει να μιλά τη γλώσσα των νέων ανησυχιών - την εργασιακή επισφάλεια, την ψηφιακή εξάρτηση, την οικολογική κρίση - και να τολμά καινοτομία, συμμετοχικότητα, λογοδοσία. Διαφορετικά, η ηγεμονία του θα είναι τόσο προσωρινή όσο το hashtag που την στηρίζει.
Η επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα ήταν μια στιγμή πολιτικού στοχασμού. Θύμισε ότι ο ρεαλισμός και η υπευθυνότητα σώζουν χώρες από τον γκρεμό - αλλά δεν εγγυώνται από μόνοι τους διάρκεια. Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, το κέντρο βρίσκεται μπροστά σε έναν νέο «μακρύ πόλεμο φθοράς» απέναντι στην απλοϊκή γοητεία των άκρων. Μπορεί να αντέξει μόνο αν ξέρει γιατί υπάρχει.
Ο Yair Zivan το συνοψίζει εύστοχα: «Όσο πιο σύνθετη η κοινωνία, τόσο πιο αναγκαία η απλή αλλά ισχυρή αλήθεια της συνεργασίας.» Η εναλλακτική είναι ο κόσμος των αυταρχικών ηγετών, που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την ανοικτή κοινωνία - μόνο για τον έλεγχο και τον φόβο.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα καλείται να κρατήσει μια σπάνια ισορροπία: να δείξει ότι το μοντέλο μιας μεγάλης, ανοιχτής, κεντρώας παράταξης μπορεί να αντέξει χωρίς να αποκοπεί από την κοινωνία που την ψηφίζει.
Η δοκιμασία θα είναι συνεχής. Αλλά αν υπάρχει κάτι που να αξίζει τον κόπο να υπερασπιστούμε, είναι ακριβώς αυτό: το δικαίωμα να μένουμε μεν ρεαλιστές, αλλά όχι κυνικοί· να διορθώνουμε τα λάθη χωρίς να χαρίζουμε την κοινωνική αγανάκτηση στους δημαγωγούς· να κρατάμε το κέντρο ζωντανό, όχι ως κενό εξουσίας, αλλά ως πεδίο όπου κανείς δεν αποκλείεται εκ των προτέρων. Σε μια εποχή όπου οι άνεμοι φυσούν στα άκρα, ίσως αυτό να είναι το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε.
*O Διονύσης Μαγουλάς είναι πολιτικός αναλυτής