Σε μία εποχή που η ψηφιακή μετάβαση θεωρείται δεδομένη για κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και καταναλωτές, το κυβερνοέγκλημα αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο ακριβούς και απρόβλεπτους «παράγοντες κόστους» για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με νέα έρευνα της Signal Insights, του ερευνητικού βραχίονα της Mastercard, οι απώλειες από κυβερνοεπιθέσεις αναμένεται να ξεπεράσουν τα 15,6 τρισ. δολάρια έως το 2029. Πρόκειται για μια εκτίμηση που δίνει το στίγμα ενός πολέμου χωρίς σύνορα, όπου η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και η διάδοση εργαλείων κυβερνοεγκλήματος αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ποιες είναι οι απειλές
Η έρευνα εντοπίζει τέσσερις βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν το νέο τοπίο απειλών. Η εκτεταμένη χρήση ψηφιακών συστημάτων αυξάνει εκθετικά τα τρωτά σημεία για επιθέσεις, ενώ η γεωπολιτική αστάθεια ενισχύει την αξιοποίηση των κυβερνοεπιθέσεων ως όπλο πολιτικής πίεσης ή οικονομικού εκβιασμού. Παράλληλα, η εμφάνιση επιθέσεων μεγάλης κλίμακας που αξιοποιούν αλγόριθμους ΑΙ αποδεικνύεται καθοριστική. Τέλος, η εύκολη πρόσβαση σε εργαλεία hacking δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον, όπου ακόμη και μη ειδικοί μπορούν να γίνουν «παίκτες» στον χώρο του κυβερνοεγκλήματος.
Το αποτέλεσμα είναι η επιτάχυνση της πολυπλοκότητας και της έκτασης των απειλών. Από αυτόνομους «agents» που εντοπίζουν τρωτά σημεία σε πραγματικό χρόνο, έως εξελιγμένα δίκτυα ξεπλύματος που διοχετεύουν παράνομα κεφάλαια στην επίσημη οικονομία, το έγκλημα προσαρμόζεται πιο γρήγορα από ποτέ.
Η κούρσα εξοπλισμών στην κυβερνοασφάλεια
Απέναντι σε αυτή την κλιμάκωση, διαμορφώνεται μια παράλληλη κούρσα καινοτομίας στον τομέα της κυβερνοασφάλειας. Σύμφωνα με την έκθεση, νέες άμυνες αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό. Προσαρμοστικά εργαλεία βασισμένα στην τεχνητή νοημοσύνη, προηγμένες τεχνικές ταυτοποίησης και tokenization, αλλά και συνεργατικές πλατφόρμες που επιτρέπουν την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών για επιθέσεις μεταξύ διαφορετικών φορέων.
Η λογική είναι ότι κανένας οργανισμός δεν μπορεί να προστατευθεί μόνος του από ένα φαινόμενο που εξελίσσεται με τέτοια ταχύτητα. Χρειάζεται συνεργασία, διαμοιρασμός δεδομένων και κοινές πρωτοβουλίες ώστε να οικοδομηθεί ένα πιο ανθεκτικό οικοσύστημα.
Η στρατηγική της Mastercard
Η Mastercard εμφανίζεται ως ένας από τους πιο ενεργούς παίκτες στη μάχη κατά του οικονομικού εγκλήματος. Από το 2018 έχει επενδύσει περισσότερα από 10,7 δισ. δολάρια για την ενίσχυση της ασφάλειας στη διεθνή ψηφιακή οικονομία. Στο οπλοστάσιό της περιλαμβάνονται εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης όπως τα Safety Net και Decision Intelligence Pro, που λειτουργούν σε πραγματικό χρόνο για την ανίχνευση ύποπτων συναλλαγών.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο πρόγραμμα Start Path, την πρωτοβουλία της Mastercard που στηρίζει νεοφυείς επιχειρήσεις σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, η ασφάλεια πληρωμών και η αντιμετώπιση της απάτης. Μέσα από το νέο σκέλος Start Path Security Solutions, startups όπως οι OneID, Scamnetic, Spec, VanishID και Shield-IoT αποκτούν πρόσβαση στο δίκτυο και την τεχνογνωσία της εταιρείας.
Η στρατηγική είναι διπλή. Αφενός ενισχύεται η καινοτομία σε κρίσιμους τομείς της ασφάλειας, αφετέρου καλλιεργείται μια κουλτούρα συλλογικής άμυνας απέναντι σε ένα φαινόμενο που ξεπερνά τα όρια ενός μεμονωμένου οργανισμού ή χώρας.
Ντόμινο επιπτώσεων στην αγορά
Στην ουσία, η μάχη κατά του κυβερνοεγκλήματος δεν αφορά μόνο την προστασία δεδομένων, αλλά και την ίδια τη λειτουργία της οικονομίας. Κάθε επίθεση που πλήττει μια τράπεζα, έναν πάροχο πληρωμών ή μια αλυσίδα εφοδιασμού έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει ντόμινο επιπτώσεων στην αγορά. Επιπλέον, το ζήτημα της εμπιστοσύνης είναι κεντρικό, γιατί χωρίς την πεποίθηση ότι οι ψηφιακές συναλλαγές είναι ασφαλείς, η μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία επιβραδύνεται.
Το κυβερνοέγκλημα, όπως προκύπτει από την έκθεση, δεν είναι μια προσωρινή πρόκληση αλλά μια διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα. Η σύγκρουση μεταξύ εγκληματικών δικτύων που αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη και των εταιρειών που αναπτύσσουν αμυντικά συστήματα θυμίζει ολοένα και περισσότερο μια αέναη κούρσα εξοπλισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εκτίμηση για κόστος 15,6 τρισ. δολαρίων έως το 2029 δεν λειτουργεί μόνο ως προειδοποίηση, αλλά και ως κινητήριο σήμα για επενδύσεις σε τεχνολογίες ασφάλειας, για θεσμικές πρωτοβουλίες και για συνεργασίες που θα καθορίσουν το μέλλον της παγκόσμιας ψηφιακής οικονομίας.