Η δύσκολη εξίσωση με τις αποδόσεις ακινήτων

Η δύσκολη εξίσωση με τις αποδόσεις ακινήτων

Ανακαίνιση, ενεργειακή θωράκιση, μέτρηση επιπτώσεων του νέου ΕΝΦΙΑ, αποτίμηση των συνεπειών από την αύξηση των οικοδομικών υλικών συνεννόηση με τους ενοικιαστές και διαχείριση του «πλαφόν» που θέλει να νομοθετήσει η κυβέρνηση στα ενοίκια (αρχικά στην επαγγελματική στέγη). Είναι οι «πονοκέφαλοι» που έχουν αποκτήσει οι ιδιοκτήτες ακινήτων εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης η οποία «φούσκωσε» ακόμη περισσότερο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Όλοι αυτοί οι «πονοκέφαλοι» αντανακλούν σε ένα τελικό μέγεθος: την καθαρή απόδοση του ακινήτου που είναι και το βασικό σημείο αναφοράς για τις επενδύσεις στα ακίνητα.

Οι αυξήσεις των υλικών οικοδομής αλλά και τα καινούργια δεδομένα που διαμορφώνονται εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, ανεβάζουν πολύ υψηλότερα το επενδυτικό κόστος των ακινήτων, τόσο των κατοικιών όσο και των επαγγελματικών χώρων. Τόσο για τα νεόδμητα ακίνητα όσο και τα μεταχειρισμένα, η ενεργειακή αναβάθμιση φαντάζει πλέον μονόδρομος καθώς η καλύτερη ενεργειακή κλάση του ακινήτου (Β, Β+ ή Α) ήδη εκτιμάται καλύτερα από την αγορά και μπορεί να αποτυπωθεί και με μεγαλύτερο ενοίκιο (δεδομένου ότι η υψηλότερη ενεργειακή απόδοση μπορεί να εξασφαλίσει χαμηλότερο λειτουργικό κόστος για το ενοίκιο).

Και εδώ ακριβώς εγείρεται το ερώτημα για το αν η κυβερνητική απόφαση να μπει πλαφόν στις αυξήσεις των ενοικίων είναι ένα μέτρο που θα λειτουργήσει θετικά για την αγορά ή αν θα ασκήσει τον ασκό του Αιόλου. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας ιδιοκτητών, προειδοποίησε για τον κίνδυνο του «ενοικιοστασίου», μια λέξη που είχε να ακουστεί και να γραφεί στην Ελλάδα εδώ και περίπου 40 χρόνια. Για όσους δε θυμούνται (ή δε θέλουν να θυμούνται) ενοικιοστάσιο είναι η απόφαση των ιδιοκτητών να μη διαθέσουν στην αγορά το προς ενοικίαση ακίνητο υπό τον φόβο ότι η απόφαση για πλαφόν στην αύξηση του ενοικίου θα συνοδευτεί με διαφορά λίγου χρόνου και από απόφαση «παγώματος» των εξώσεων. Άρα; Ακίνητα εν μέσω κρίσης κινδυνεύουν να ενοικιάζονται μόνο σε απολύτως φερέγγυους με ότι αυτό συνεπάγεται για νέους επαγγελματίες (ή νέα ζευγάρια αν αρχίσει να γίνεται αντίστοιχος λόγος και για τις κατοικίες πέραν των επαγγελματικών ακινήτων).

Ουδείς βέβαια μπορεί να παραγνωρίσει ότι οι συνθήκες είναι έκτακτες και ότι ο πληθωρισμός που αποτυπώνεται στα στοιχεία είναι προϊόν πολέμου και όχι δομικών αλλαγών στην οικονομία. Ως εκ τούτου, θα ήταν παράλογο θα γίνουν μόνιμες αυξήσεις ενοικίων εξαιτίας ενός έκτακτου παράγοντα. Από την άλλη, το ερώτημα είναι αν σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες πρέπει να υπάρξει παρέμβαση του κράτους για να προστατευτούν οι επαγγελματίες ή αν πρέπει να αφεθεί η αγορά να αυτορυθμιστεί. Σωστή και λάθος απάντηση δεν υπάρχει, μόνο διαφορετικές εκτιμήσεις για ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο.