Η «απειλή» του ιστορικού υψηλού στο επιτόκιο της ΕΚΤ και η δόση του στεγαστικού
Shutterstock
Shutterstock

Η «απειλή» του ιστορικού υψηλού στο επιτόκιο της ΕΚΤ και η δόση του στεγαστικού

Αυτή τη στιγμή είναι το μεγαλύτερο «ενεργό» μέτωπο: εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες βλέπουν τη δόση του δανείου τους να αυξάνεται συνεχώς χωρίς να υπάρχει ακόμη προοπτική ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας.

Η αγορά έχει προεξοφλήσει ότι στις 16 Μαρτίου θα υπάρξει νέα αύξηση 0,5% ενώ φαίνεται ορθάνοικτο το ενδεχόμενο για ακόμη ένα +0,25% έως το Μάιο. Αυτό σημαίνει ότι θα φτάσουμε στο 3,75%. Και μετά υπάρχει το σενάριο για «ιστορικό ρεκόρ» στο επιτόκιο της ΕΚΤ που σημαίνει άνοδο πάνω από το 4%.

Τι σημαίνει αυτό για τη δόση του δανείου; Αύξηση που μπορεί να ανέρχεται ακόμη και στο 20% του μέσου ετήσιου εισοδήματος. Αύξηση μη διαχειρίσιμη για χιλιάδες νοικοκυριά. Αν, λοιπόν, σε ένα δάνειο με υπόλοιπο 100.000 ευρώ και ορίζοντα αποπληρωμής στη 15ετία, η δόση ήταν πέρυσι τέτοιο καιρό 626 ευρώ (με επιτόκιο 1,5% καθώς η ΕΚΤ εφάρμοζε μηδενικό επιτόκιο), σε περίπτωση αύξησης του επιτοκίου της ΕΚΤ στο 4% (ρεαλιστικό πλέον το σενάριο), η δόση θα εκτοξευτεί για το ίδιο νοικοκυριό στα 823 ευρώ. Μιλάμε, δηλαδή, για μηνιαία απώλεια εισοδήματος της τάξεως των 197,3 ευρώ ή ετήσια απώλεια 2.367 ευρώ.

Αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε ένα ολόκληρο μηνιάτικο μιας μέσης οικογένειας ή σε δύο μέσους μισθούς με βάση τα ελληνικά δεδομένα.

Οι δύο εναλλακτικές

Οι εναλλακτικές που υπάρχουν αυτή τη στιγμή είναι πολύ συγκεκριμένες. Η μία είναι να επιλέξει κάποιος το σταθερό επιτόκιο. Και εκεί τα πράγματα βέβαια δεν είναι ρόδινα πλέον. Μόνο δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες δίνουν σταθερό 3ετίας (από 3,1 έως 3,55%) ενώ το κόστος της 5ετίας έχει αυξηθεί πλέον στο 3,6-4,3%.

Και το ερώτημα είναι (που θα πρέπει να υποβληθεί και να απαντηθεί από την εκάστοτε τράπεζα) είναι τι θα γίνει με το κυμαινόμενο επιτόκιο μόλις τελειώσει η περίοδος της σταθερής δόσης. Άλλες τράπεζες επανέρχονται στο spread που προϋπήρχε της μετατροπής και άλλες εφαρμόζουν το τρέχον κυμαινόμενο το οποίο κατά κανόνα είναι πολύ υψηλότερο. Άρα, λοιπόν, η μετατροπή από κυμαινόμενο σε σταθερό προϋποθέτει μια γνώση που αυτή τη στιγμή δεν έχει κανένας: πότε θα αρχίσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων: το 2024, το 2025; Μόνο προβλέψεις μπορούν να γίνουν και αυτές συνήθως πέφτουν έξω. Όσο για τα σταθερά μεγαλύτερης διάρκειας, πλέον «κοστίζουν» πάνω από 4-4,5% κάτι που σημαίνει ότι η δόση θα «κλειδώσει» σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Η δεύτερη λύση είναι η ρύθμιση. Απαιτεί διαπραγμάτευση με την τράπεζα ή τον διαχειριστή του δανείου. Για να υποχωρήσει η δόση, θα πρέπει ή να εγκριθεί περίοδος καταβολής μόνο τόκων (σ.σ είναι προσωρινή λύση) ή να ζητηθεί η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής. Για παράδειγμα, στο δάνειο των 100.000 ευρώ που προαναφέρθηκε, αν η υπόλοιπη διάρκεια αποπληρωμής αυξηθεί κατά μια 5ετία, τότε η δόση θα συγκρατηθεί στα 694 ευρώ και η μηνιαία επιβάρυνση θα είναι 68 ευρώ, πιο «εύπεπτη» σε σχέση με τα 197 ευρώ που προαναφέρθηκαν. Η επιμήκυνση, συνιστά ρύθμιση και οι τράπεζες θα τις κάνουν με φειδώ καθώς θα πρέπει να λάβουν τις ανάλογες προβλέψεις.

Όμως, ίσως αυτό να συνιστά μια διέξοδο καθώς σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με μια νέα γενιά κόκκινων δανείων