Το τελεσίγραφο του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Ρώσο ομόλογό του αντιμετωπίστηκε αρχικά με αδιαφορία και μεγάλη δόση ειρωνείας από την ρωσική πλευρά.
Φαίνεται όμως πως μπορεί να έχει φέρει τελικά κάποιο αποτέλεσμα, όπως φάνηκε το απόγευμα της Τετάρτης μετά τα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου και την ουσιαστική επιβεβαίωσή τους από τον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο.
Σύμφωνα με όσα ξέρουμε μέχρι τώρα, τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση Αμερικανού με Ρώσου προέδρου από τον Ιούνιο του 2021, όταν ο Τζο Μπάιντεν και ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχαν συναντηθεί στην Γενεύη.
Οκτώ μήνες αργότερα ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαιτίας της ρωσικής εισβολής και η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους μας. Παρά το γεγονός πως ο πρόεδρος Τραμπ είναι εξαιρετικά απρόβλεπτος στην συμπεριφορά του και ο πρόεδρος Πούτιν δεν συνηθίζει να κάνει πολλές παραχωρήσεις, είναι λογικό να σκεφθούμε πως οι συνομιλίες μεταξύ των αντιπροσωπειών των δύο πλευρών έχουν σημειώσει κάποια ουσιώδη πρόοδο, αλλιώς ο Τραμπ δεν θα διακινδύνευε μία συνάντηση που δεν θα φέρει καρπούς.
Σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν και οι δημοσιογραφικές πληροφορίες που αναφέρουν πως η Ρωσία φέρεται διατεθειμένη να συμφωνήσει σε μία, μερική τουλάχιστον, εκεχειρία, πράγμα που ουσιαστικά αρνείτο μέχρι τώρα και οι δηλώσεις της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου σχετικά με επιθυμία του Ντόναλντ Τραμπ για την οργάνωση τριμερούς συνάντησης, με την συμμετοχή και του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι.
Η πείρα μας έχει κάνει να κρατάμε πολλές επιφυλάξεις και να περιμένουμε την εξέλιξη τέτοιων προσεγγίσεων πριν πούμε περισσότερα πράγματα. Είναι γεγονός όμως πως αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως περίπου περιγράψαμε παραπάνω, η κατάσταση στις σχέσεις Ρωσίας – ΗΠΑ θα αλλάξει προς το ομαλότερο και αυτή η εξέλιξη θα φέρει σημαντικές αλλαγές στο μέτωπο του πολέμου της Ουκρανίας και τελικά και στην Ευρώπη.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς θα συμφωνηθεί τις επόμενες μέρες και εβδομάδες αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε πως θα μειωθεί πάρα πολύ η ένταση στο μέτωπο του πολέμου.
Θεωρητικά, ίσως βρισκόμαστε στην έναρξη της διαδικασίας τερματισμού του πολέμου με τελική κατάληξη μία συμφωνία μεταξύ των δύο εμπόλεμων μερών. Δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε με το πόσο δίκαιη θα είναι μία πιθανή συμφωνία και με το αν θα βγει κερδισμένη περισσότερο η μία πλευρά από την άλλη.
Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι όμως πως αν η συνάντηση των δύο προέδρων έχει ως τελική κατάληξη τον τερματισμό του πολέμου, αυτό θα είναι θετικό για το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και κατ’ επέκταση για τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Μεγαλύτερη θα είναι η επίδραση στις διεθνείς ενεργειακές αγορές, οι οποίες έχουν αναστατωθεί τα τελευταία τρία χρόνια αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας.
Είναι επίσης βέβαιο πως οι πιο άμεσες συνέπειες στην περίπτωση λήξης του πολέμου θα γίνουν αισθητές στην Ευρώπη. Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για τους όρους που θα περιλαμβάνει μία πιθανή συμφωνία προσωρινού ή οριστικού τερματισμού του πολέμου αλλά όσον αφορά στην Ευρώπη είναι σχεδόν βέβαιο πως θα προκαλέσει σημαντική ανακούφιση σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας την τελευταία τριετία είναι το αυξημένο κόστος ενέργειας, το οποίο είναι αρκετά πιθανό να μειωθεί σημαντικά στην περίπτωση λήξης του πολέμου, παρά το γεγονός πως η Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν μάλλον αντίθετα συμφέροντα στον ευρωπαϊκό χώρο στον τομέα της ενέργειας.
Μία πιθανή συμφωνία τερματισμού του πολέμου πιθανότατα θα περιλαμβάνει και προβλέψεις για την σταδιακή ελάφρυνση και εν τέλει την άρση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβαρύνει σε σημαντικό βαθμό πάρα πολλές επιχειρήσεις, όχι μόνο στην Ευρώπη.
Πολύ σημαντικό οικονομικά είναι και το ζήτημα της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας και της αποκατάστασης των τεράστιων ζημιών στις υποδομές της. Οι επενδύσεις που θα απαιτηθούν είναι της τάξεως των αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με τα όσα έχουν ακουστεί κατά καιρούς (η τελευταία σχετική εκτίμηση, στις αρχές του 2025, της ουκρανικής κυβέρνησης σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη έκανε λόγο για κόστος περίπου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ στην επόμενη δεκαετία).
Μία επενδυτική δραστηριότητα τέτοιου μεγέθους για τόσο μεγάλο διάστημα είναι βέβαιο πως θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και θα προσθέσει κύκλο εργασιών και κέρδη σε πάρα πολλές επιχειρήσεις. Πέρα από αυτά, μπορούμε να πούμε πως γενικά για τις επιχειρήσεις στον δυτικό κόσμο, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάνει πιο πολύπλοκη την λειτουργία τους και η ελάφρυνση από αυτό το βάρος θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα.
Οι διεθνείς αγορές βρίσκονται ήδη σε ιστορικά υψηλά, σε πείσμα των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και των πολλών άλλων πολέμων που δυστυχώς βρίσκονται σε εξέλιξη αυτή την εποχή και σε πείσμα των εισαγωγικών δασμών του Ντόναλντ Τραμπ που αυτές τις μέρες μπαίνουν σε πλήρη εφαρμογή.
Οι ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, της ρομποτικής, των κβαντικών υπολογιστών και οι τεράστιες επενδύσεις που γίνονται στον ενεργειακό και άλλους τομείς ανά τον κόσμο έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτό. Η εξάλειψη, σταδιακή ή και άμεση, εξάλειψη ενός παράγοντα που έχει επιβαρύνει την καθημερινή λειτουργία των διεθνών, κυρίως δυτικών, επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις έχει πλήξει ισχυρά την κερδοφορία τους είναι πολύ πιθανόν να δώσει μία παραπάνω ώθηση στις αγορές και να φέρει πιο κοντά χρονιά την επίτευξη νέων υψηλών. Αρκεί βέβαια να μην διαψευσθούν οι ελπίδες που έχει δημιουργήσει η ανακοίνωση της επικείμενης συνάντησης των προέδρων Τραμπ και Πούτιν.