Η αλήθεια για τις καταθέσεις και το ρεκόρ 12ετίας

Η αλήθεια για τις καταθέσεις και το ρεκόρ 12ετίας

Η εντυπωσιακή αύξηση των καταθέσεων κατά 20 δισ. ευρώ είναι μία από τις πιο αξιοσημείωτες εξελίξεις του τελευταίου έτους, που αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην πανδημία και στις συνθήκες που αυτή διαμόρφωσε.

Είχαμε 12 ολόκληρα χρόνια να δούμε τέτοια αύξηση των καταθετικών υπολοίπων, από το 2008, όταν καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ με επιχειρήσεις και νοικοκυριά να φουσκώνουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς κατά περίπου 30 δισ. ευρώ.

Κανονικά θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε όμως μεγάλο ρόλο έπαιξαν τα lockdown, που είχαν ως αποτέλεσμα το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, που με τη σειρά του οδήγησε σε αύξηση της αποταμίευσης.

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του 2008 και του 2020 είναι φυσικά ότι το 2008 η οικονομία ήταν ανοιχτή και λειτουργούσε σε φουλ ρυθμούς, σε σύγκριση με το μεγάλο διπλό lockdown το περασμένο δωδεκάμηνο.

Επίσης, η αύξηση των καταθέσεων το 2008 σημειώθηκε με τους Έλληνες να επιδεικνύουν καταναλωτική μανία, ενώ το 2020 η κατανάλωση «νέκρωσε».

Επιπλέον, το 2008 το ελληνικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε με ρυθμό 3%, σε αντίθεση με το 2020 που συρρικνώθηκε κατά περίπου 8%.

Βέβαια, αμέσως μετά το 2008 άρχισαν… τα όργανα. Τον Απρίλιο του 2009 η Ελλάδα εισήλθε στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος καθώς το έλλειμμα έφτασε στο 12,9% και το δημόσιο χρέος στο 115% του ΑΕΠ. Υψηλό το έλλειμμα αλλά το χρέος τότε ήταν πολύ χαμηλό -ως ποσοστό του ΑΕΠ- σε σύγκριση με σήμερα που εκτιμάται ότι ξεπερνά το 200%.

Μία ακόμη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων είναι ότι το 2008 βρισκόμασταν όπως αποδείχθηκε στην κορυφή του οικονομικού κύκλου και ακολούθησε μία δεκαετής κρίση. Σήμερα βρισκόμαστε, όπως όλα δείχνουν στην έναρξη ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου που αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μία πενταετία.

Για την ιστορία, να πούμε ότι τον Σεπτέμβριο του 2009, οι καταθέσεις έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών στα 237,8 δισ. ευρώ. Σήμερα διαμορφώνονται στα 164 δισ. ευρώ, περίπου 70 δισ. ευρώ χαμηλότερα από την κορυφή.

Για να επιστρέψουν τα χρήματα αυτά πρέπει πρώτα να παραχθούν. Η χώρα οφείλει να αυξήσει την οικονομική της παραγωγή και αυτό θα ξεκινήσει και από τις τράπεζες, οι οποίες θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν τα μεγάλα project του Σχεδίου Ανάκαμψης.

Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι αναλύουν το φαινόμενο της πλεονάζουσας αποταμίευσης, εκτιμώντας ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάκαμψη της οικονομίας. Υποστηρίζουν ότι μέρος των χρημάτων που αποταμιεύτηκαν (περίπου 5% κάθε χρόνο) θα δαπανηθούν και θα δώσουν ώθηση στο ΑΕΠ, καθώς ο ιδιωτικός τομέας θα προσπαθεί να καλύψει μέρος από το χαμένο έδαφος του ενός έτους που σταμάτησαν σχεδόν τα πάντα.

Όμως σε αυτό το σημείο θα πρέπει να πούμε δύο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον, η αποταμίευση αφορά κυρίως τα υψηλά εισοδήματα. Η ύφεση έπληξε βάναυσα τα χαμηλότερα εισοδήματα και ο πραγματικός αντίκτυπος θα φανεί μόλις αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης.

Δεύτερον, στην Ελλάδα τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις είναι υπερχρεωμένοι. Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και κόκκινα δάνεια συνθέτουν ένα χρέος δυσβάσταχτο που μόνο με πολυετείς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορεί να αντιμετωπιστεί. Όχι να εξαλειφθεί, αλλά να αντιμετωπιστεί. Διότι μην ξεγελιέστε, τα κόκκινα δάνεια φεύγουν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς μέσω του Ηρακλή και των τιτλοποιήσεων, αλλά παραμένουν ως χρέος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το θετικό για την ελληνική οικονομία είναι ότι οι καταθέσεις δεν άρχισαν να αυξάνονται με το που ξέσπασε η πανδημία αλλά αρκετά νωρίτερα. Το 2018 και 2019 είχαν ενισχυθεί κατά 7,8 δισ. ευρώ και 8,6 δισ. ευρώ, αντίστοιχα (καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών), σε μία ενστικτώδη θα λέγαμε κίνηση του ιδιωτικού τομέα να επιστρέψει στις τράπεζες χρήματα που είχε βγάλει το καταστροφικό 2015.

Να θυμίσουμε εδώ ότι το 2015 οι καταθέσεις σημείωσαν αρνητικό ιστορικό ρεκόρ με πτώση κατά 36,9 δισ. ευρώ.

Το συμπέρασμα είναι ότι η αύξηση των καταθέσεων κατά 20 δισ. ευρώ το 2020 (η οποία συνεχίζεται μέσα στο 2021 αλλά με πιο ήπιο ρυθμό) αναμφίβολα αποτελεί θετικό σημάδι, ωστόσο αν δεν καταφέρουμε να επιτύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα είναι απλώς «λίπος» που θα χρησιμοποιήσουν τα υψηλότερα εισοδήματα ως δίχτυ προστασίας για πιθανή κρίση.