Χάσαμε και το QE πατριώτη...

Χάσαμε και το QE πατριώτη...

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη 

Η ποσοτική χαλάρωση αποτέλεσε τον κορυφαίο στόχο της ελληνικής κυβέρνησης το περασμένο δωδεκάμηνο και έναν από τους πολλούς που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά ποτέ δεν κυνήγησε στην πραγματικότητα, αφαιρώντας από τη χώρα το δικαίωμα να ελπίζει σε ταχύτερη έξοδο από την κρίση. Το κακό δεν είναι μόνο ότι δεν ωφεληθήκαμε ποτέ από το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ – και κυρίως τις έμμεσες επιπτώσεις του προγράμματος - αλλά ότι ακόμα και σήμερα η κυβέρνηση ελπίζει σε άπιαστα όνειρα.

Μπορεί χθες ο Mario Draghi να μην ανακοίνωσε το οριστικό τέλος του QE, αλλά το πιθανό του τέλος, ωστόσο η χώρα μας έχει χάσει κάθε περιθώριο εισόδου καθώς εκκρεμεί η τρίτη αξιολόγηση και το μνημόνιο λήγει τον Αύγουστο. Για να μπούμε, έστω και... καταϊδρωμένοι στο QE, θα πρέπει να κλείσει σύντομα η αξιολόγηση και να προβεί η ΕΚΤ σε ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία για να είναι θετική προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ των δανειστών για τα μέτρα ελάφρυνσης.

Αν πιστέψουμε τον Wolfgang Schaeuble, τότε η σχετική συζήτηση θα ξεκινήσει μετά τον Αύγουστο, άρα σε ένα περιβάλλον χωρίς μνημόνιο. Τότε, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι συνθήκες είναι τόσο κακές στην Ευρωζώνη που ο Draghi αλλάζει ρότα και δίνει νέα παράταση. Η Ελλάδα θα πρέπει είτε να έχει αναβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης κατά 5 βαθμίδες σε σύγκριση με σήμερα, ή να της δώσει η ΕΚΤ το waiver, ήτοι την κατ'' εξαίρεση αποδοχή των τίτλων της, που σημαίνει ότι θα υπάρχει τουλάχιστον μία προληπτική πιστωτική γραμμή ή ένα νέο μνημόνιο. Και όλα αυτά με το QE να λήγει κανονικά τον Σεπτέμβριο. Ουτοπία...

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Τσίπρας «σήκωσε» από την αρχή ψηλά το θέμα, δημιουργώντας πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από τα πραγματικά οφέλη που θα είχε η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση. Από την περσινή ΔΕΘ μέχρι τον Ιούνιο του 2017, το QE έμοιαζε με... το άγιο δισκοπότηρο, στηρίζοντας το αφήγημα του πρωθυπουργού για έξοδο από την κρίση. Τον Οκτώβριο του 2016 ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε πεπεισμένος ότι το QE θα ξεκλειδώσει τις επενδύσεις, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2017, επισήμαινε στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, την ανάγκη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και ένταξης στο QE. Στη συνέχεια και όσο μία τολμηρή λύση για το χρέος έμοιαζε ανέφικτη, η ποσοτική χαλάρωση συντήρησε τις ελπίδες ότι «κάτι έχουμε να περιμένουμε».

Τελικά, η αξιολόγηση έκλεισε το καλοκαίρι, εντούτοις η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει μία συμφωνία για το χρέος που θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να διενεργήσει μία θετική ανάλυση βιωσιμότητας και να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο QE.

Αν η Ελλάδα είχε προχωρήσει γρήγορα στο κλείσιμο της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης, είχε εξασφαλίσει τουλάχιστον μία συμφωνία για τα μέτρα που θα ελαφρύνουν το χρέος και είχαμε μπροστά μας τουλάχιστον μία διετία μέσα στο QE, τότε τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Κυρίως, σε επίπεδο ψυχολογίας αλλά και σε ότι αφορά τα επιτόκια των ομολόγων και τα οφέλη για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα η έξοδος από το μνημόνιο να μην είχε καμία σχέση με τη σημερινή αβέβαιη κατάσταση. 

Θα έπρεπε, όμως, όλα αυτά να είχαν γίνει τον Μάρτιο του 2015, όταν ξεκίνησε το QE. Αλλά τότε οι προτεραιότητες του κ. Τσίπρα ήταν άλλες…

Με άλλα λόγια το QE ποτέ δεν θα ήταν για την Ελλάδα ο σημαντικότερος παράγοντας για έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην κανονικότητα. Ήταν, όμως, πάντα, ένα σημαντικό «εργαλείο» που αν είχαμε καταφέρει να αξιοποιήσουμε θα είχαμε κερδίσει κάτι, που είναι πάντα καλύτερο από το τίποτα. Ακόμη και την ύστατη ώρα, δηλαδή τον Ιούνιο του 2017, η ένταξη στο QE θα συνέβαλε ουσιαστικά στο να διαμορφωθούν οι συνθήκες για ομαλότερη μετάβαση στη μετά το μνημόνιο εποχή.

Όσο δεν μπαίνουμε στο QE σημαίνει πως ούτε οι ίδιοι οι Θεσμοί δεν θεωρούν ότι έχουμε γυρίσει σελίδα. Και όλα αυτά μόλις 10 μήνες πριν η Ελλάδα βγει... από την πρίζα και αναγκαστεί να σταθεί μόνη της στα πόδια της και να πείσει τους επενδυτές να την δανείσουν με χαμηλά επιτόκια. Τα επιτόκια που θα μπορούσαμε να πιάσουμε αν είχαμε ενταχθεί τον Μάρτιο του 2015…